Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Καλά τα λέμε μαέστρο;

 Κάθομαι στο λεωφορείο και τραγουδάω με ένα μάτσο συνταξιουχους. Ένα μπουζούκι, μια κιθάρα και πολλές φωνές που θέλουν να τραγουδούν 

 Πώς τα φέρνει έτσι η ζωή, ε;

Δίπλα μου ένας κύριος κάνει δεύτερες με ανέλπιστη επιτυχία και ικανότητα. Μπροστά μου ο μπουζουξής, δίπλα του κι απέναντι ο κιθαρίστας.


Τραγουδησαμε το Φερτε μια κούπα με κρασί, τον πράσινο τον μύλο και το Έχω έναν καφενέ. Κι άλλα πολλά.

Τελικά οι άνθρωποι δεν διαφέρουμε.


Έχουμε σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις εποχές τις ίδιες ανάγκες, τους ίδιους καημούς. Τα ίδια  πάθη.


Δε πειράζει. 

Στο τέλος τέλος, όλοι αγάπη ψάχνουμε σε τούτη τη ζωή.

Τη μεγαλύτερη αγάπη από όλες.

Ευλογημένο να είναι.







Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Fuck you

No one is coming to save me.

There was never anyone out there coming to save me. It was all an illusion.

Life is hard.

I deserved better.

No one fucking cares, right?

I get it.

No one.


A slave to finances once, a slave to emotions forever. A toxic emasculating process happening in the shadows. Breaking the cycle, breaking the habit, is a potion, not a poison.

But where the fuck is my fucking freedom? Where are my rewards? 
Let me shout and everything will be alright. For sure...

But really, what the fuck are you doing? What the fuck are you doing to others? Stop fucking around and GET YOUR SHIT TOGETHER!

And fuck you.

Be a man.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Πόσο ακόμα;

 Η τύχη είναι τυφλή.

Η ατυχία όχι.


Σκέφτομαι καθισμένος μπροστά σε ένα πιάνο πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Πολύ.

Δεν μπορώ να ξεφύγω όμως από τις επίμονες σκέψεις.


Γιατί εγώ; Γιατί πάντα σε εμένα; Υπάρχει κάποιος διδακτισμος στην κακοτυχία;

Μήπως αγνοω κάτι;

Τι μου ξεφεύγει;


Αν περπατάς ίσια, το τελευταίο που περιμένεις είναι να σκοντάφτεις συνεχώς.


Κι όμως...

Γιατί τόση επιμονή, τόση προτίμηση οι λακούβες σε εμένα;

Δεν αντιλαμβάνομαι τι και πώς. Και κουράστηκα να δικαιολογώ τους άλλους και την θεά Τύχη.


Ίσως πρέπει να αλλάξω στάση.



Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Βρέχει

Έξω βρέχει. Και καθώς οι σταγόνες ακουμπούν κοφτά την οροφή του αυτοκινήτου, σκέφτομαι, μια στιγμή όπως αυτή, πόσες φορές θα την αναπολησω στο μέλλον; Πόσες φορές θα ευχηθώ να ήμουν σε αυτήν την θέση, σε αυτήν την στιγμή και να κοιτάζω τη βροχή;


Φτιάχνω μια χρόνοκάψουλα για να επιστρέψω εδώ από το μέλλον. Όταν όλες οι προοπτικές ήταν ακόμη ανοιχτές. Ποιος ξέρει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Μα δεν χάνω το κουράγιο μου.

Να το θυμάσαι εαυτε μου.

Αυτές οι σταγόνες είναι τα δάκρυα του Θεού.

Κι ας μας βρέξουν.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Free

Ξύπνησε κι ήταν ακομη βράδυ, μα δεν είχε ύπνο.

Περπάτησε στις μύτες των ποδιών του για να βγει από το δωμάτιο.
 Ετοιμάστηκε αθόρυβα και τα έβαλε όλα σε ένα σακίδιο πλάτης. Κι έφυγε.

Περπάτησε κατηφορικά σε μια ημικυκλική διαδρομή μέσα στα σκοτάδια, με έναν φακό που τρεμοπαιζε. Έπρεπε να κατέβει γρήγορα, χωρίς να τον δει κανείς. 

Έφτασε κάποτε σε μια μικρή αποβάθρα, που το κύμα χάιδευε αργά τις βαρκούλες της. Παρατήρησε καλά τον χώρο γύρω του. Κανείς. Κι έτσι μπήκε στην βάρκα του, έλυσε τα σχοινιά της, έπιασε τα κουπιά και ξεκίνησε.

Ένα μικρό ταξίδι, ενας μικρός Τιτανικός που επιστρέφει εκεί που βούλιαξε για να παρατηρήσει το ίδιο του το ναυάγιο. 

Σε λίγο φαίνονταν μόνο τα κύματα, σκοτεινά καθώς τύλιγαν τη μικρή βάρκα και ήσυχα, σαν να ήθελαν να καθησυχάσουν τους γλάρους που πετούσαν με ανοιχτά τα φτερά γύρω τους. 

Κι όταν έφτασαν στο ναυάγιο, ο νεαρός κι η βάρκα του, είχε έρθει η ώρα για εξαγνισμό. Άνοιξε το σακίδιο του, έβγαλε από μέσα ένα κουτί και το κράτησε στα χέρια του. Το κοίταξε. Ήταν ένα όμορφο, σκαλιστό ξύλινο κουτί. Είχε τα αρχικά του πάνω με καλλιγραφικά γράμματα. Λείο στην αφή, όμορφο στην όψη, με ένα βαθύ καφέ χρώμα, που μισοξεχωριζες κάτω από τις φως του φεγγαριού. 

Το χάιδεψε λίγο. Τι όμορφη αίσθηση!
Μετά το άνοιξε. Μέσα του υπήρχαν δύο μπάλες με κουδουνάκια. Πήρε μια σε κάθε χέρι. Αμέσως, ακούστηκαν μαλακοί μουσικοί ήχοι από τη μακρινή χώρα του Ποτέ. Ήχοι από κουδούνια που τα φυσά ο άνεμος και γαργαλουν τα αυτιά των ανθρώπων. Τα κούνησε λίγο ακόμη. Τι όμορφοι ήχοι! Καθώς έκλεισε για λίγο τα μάτια, του ήρθαν στο μυαλό εικόνες από ένα μικρό καταπράσινο ορεινό μονοπάτι που έσκιζε τα βουνά, μυρωδιές και ήχοι μιας άλλης εποχής, όταν ήταν μικρό παιδί. Μα τι ευλογία!

Καθώς συνέχισε να ψηλαφα τις μπαλες, διαπίστωσε ότι είχαν κάποια χωρίσματα. Τα πίεσε και οι μπάλες σιγά - σιγά άνοιξαν. 

Μέσα τους αντίκρισε δύο μεγάλα, γυαλιστερά, κόκκινα ζάρια. Έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι, λες και είχαν δικό τους φως. Τα κουδουνάκια είχαν  
πια χαθεί.  

Τα έπιασε στα χέρια του και έριξε πολλές φορές τα ζάρια μέσα στο κουτί. Κάθε φορά, αφού έπεφταν, ο αριθμός άλλαζε. Τη μια στιγμή ήταν  άσσοι, την άλλη εξάρες. Οι αριθμοί τους άλλαζαν καθώς τους κοιτούσες, μαζί και το χρώμα των ζαριών, που μια ήταν έντονα κόκκινο, την άλλη πράσινο κι ύστερα κίτρινο, με έντονο φως που σε θαμπωνε. Κι αν τα έπιανες στα χέρια σου, ήταν κι αυτά φανερό πως κάτι είχαν μέσα. Κοίταξε από μια χαραμάδα να δει τι είναι μέσα, μα η εικόνα τον τρόμαξε.

Έβαλε ξανά γρήγορα τα ζάρια μέσα στις μπάλες κι αυτές πάλι μέσα στο κουτί. Το χάιδεψε άλλη μια τελευταία φορά, άπλωσε τα χέρια του και το άφησε να πέσει μέσα στη  θάλασσα.
Καθώς το κουτί χανόταν μέσα στα σκοτεινά νερά, αναστεναξε με ανακούφιση. Είχε τελειώσει.

Αφού έριξε λίγες ματιές για να βεβαιωθεί πως έφτασε στον πάτο, σήκωσε τα μάτια, έπιασε τα κουπιά και ξεκίνησε να επιστρέφει στην ακτή. Έδεσε την βάρκα, πήδηξε στην προβλήτα, περπάτησε τον ίδιο ανηφορικό δρόμο λίγο πιο κουρασμενος και φτάνοντας στο σπίτι του, πριν γυρισει το κλειδί στην πόρτα, έριξε μια τελευταία ματιά στον ουρανό.

Είχε αρχίσει να χαράζει.


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

A sense of high alert.

Περπατούσα για άλλη μια φορά τα βράδια σε σκοτεινούς διαδρόμους. Κλωτσώντας την ίδια, βρώμικη πέτρα που παλιά έσπρωχνα, σε μια κορυφή που δεν ήρθε ποτέ και που όταν κατρακυλούσε ξανά στην βάση της, άφηνε νέες μαυριλες.

Και τότε, πριν ξανάρθει άλλο βράδυ, είδα ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα κι άκουσα μουσική από τα μεγάφωνα. Είδα την θάλασσα, τον ουρανό κι ένιωσα τον αέρα. Σκόρπισα τις σκέψεις μου σαν σύννεφα κι έκανα νέες σκέψεις, λευκές σαν περιστέρια.

Κατέβηκα τη σκάλα από το Σπίτι μου. Κι είδα στο πλάι ανθισμένα λουλούδια, πράσινα και ζωηρά. Και χαμογέλασα. Αυτή είναι η ζωή κι εμείς τη ζούμε.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

It all goes back in the box

Χτύπησα το κουδούνι. Ένας 18χρονος με νυσταγμενα μάτια βρισκόταν στην πόρτα. 

- Γεια σου Σάββα.
-Γεια σου Αντώνη. Τι κάνεις;
-Καλα, εσύ;

Το σαλόνι όμορφο και τακτοποιημένο. Λίγα πιάτα στο νεροχύτη και απέραντη σιωπή, λες από τα βάθη της ύπαρξης.

Προχωρώ στο δωμάτιο του με αργά βήματα, με μια τσάντα στον ώμο μου.

- Δεν διάβασα πολύ. Δεν ήμουν καλά. Μόνο αυτά τα δύο κομμάτια είδα.

-Δεν πειράζει, θα ξεκινήσουμε με αυτά.

Στο γραφείο έχει ακουμπισμένα ακουστικά που ακόμα παίζουν μουσική. Η οθόνη έχει ένα βίντεο στο pause, ένας πατέρας που δοκιμάζει για πρώτη φορά την εικονική πραγματικότητα.

Το καλάθι δίπλα στο γραφείο ξεχειλίζει. Μπουκάλια, συσκευασίες, καφές... Ένα χαρτί είναι πεταμένο δίπλα από το καλάθι. Το κρεβάτι είναι ανω-κατω.

- Έχω ραντεβού την επόμενη εβδομάδα.
- Να πας Αντώνη.

Ο Αντώνης αποδέχεται την κατάσταση. Χρειάζεται βοήθεια και την ζητά. Θα διορθώσει τα πράγματα μέσα του ή τουλάχιστον θα προσπαθήσει.


Η Ελένη κάθεται στο πιάνο. Είναι δεδομένο πως δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Μου ζητά συνεχώς να επαναλάβω. Σε κάθε πρόταση, σε κάθε λέξη. Θέλει να αρπάξει όλη τη γνώση, όλη τη μουσική. Όμως κάποιος της έβαλε κόφτες. 

-Παίξε ντο με τέταρτο δάχτυλο.
- Ε; 

-Βάλε πεντάλ.
- Ε;

- Με ακούς;
- Ε;

Ε;

Δεν φταις εσύ. Κι αυτό είναι αρκετό. Κάποιες νότες θα χαθούν, δεν μπορείς να τις σώσεις όλες Ελένη...
Δε πειράζει!


Μικρή μου ηλιαχτίδα τι κάνεις;
Σε ένα σπίτι που αστράφτει μοναδικότητα και βουλιάζει στην εντροπία, υπάρχει ένας λόγος για ελπίδα, για μέλλον χωρίς φόβο.

Ο φόβος είμαστε εμείς όμως. 

- Μπράβο Αναστασία! Πολύ ωραία!
- Ευχαριστώ κύριε! Να σου χαρίσω μια σοκολατιτσα-καρδουλα;
-Ωωω, μα τι ωραίο δώρο! Να σου χαρίσω ένα μολύβι με νότες;
- Ναι!!!

Κι άλλες νότες, κι άλλες ζωγραφιές, κι άλλες καρδούλες. Αληθινά όμορφα όνειρα που περπατούν στο μονοπάτι των αγγέλων. 


Σε μια έρημο γεμάτη άμμο και σκόρπιες νότες, ο άνεμος δεν συναντά πλάσματα στο πέρασμα του, παρά μόνο ψιλή σκόνη. 

Think outside the box.




Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

From black to white

Χαϊδεύω τα πλήκτρα του πιάνου. Μια απαλή αίσθηση που διακόπτεται από τις στρογγυλεμένες γωνίες τους. 

Τριάντα χρόνια επαφής και λατρείας με το θηρίο που στέκει ατάραχο και στιβαρό στο βάθος, μετρώντας με καθημερινά, κρίνοντας και δικάζοντας την κάθε στιγμή μου. Αθώος ή ένοχος απέναντι στη μουσική, μα τελικά απέναντι στην ζωή. 

Άσπρο, μαύρο.

Οι νότες χάνονται καθώς φυσά ο άνεμος της κάθε στιγμής και παρασέρνονται στο ποτάμι του χρόνου με αυτό το ασημένιο, γυαλιστερό νερό  στην πανσέληνο, που είναι έξω από εμένα.

Οι νότες ξαναζωντανεύουν, καθώς τα παιδιά μου επιχειρούν να ανακινησουν τα νερά και να αδράξουν την ημέρα. Κι αλήθεια, μέχρι που φτάνει η αγάπη του δασκάλου; Γίνομαι ξανά μαθητής της μουσικής και γυρίζω πίσω, στην εποχή που είχα άγνοια κινδύνου. Εκεί που δεν υπήρχε όχι, μη και ίσως. 

Δεν φοβάμαι. Πιστεύω στα φτερά μου. Χρωματίζω τις ημέρες μου και δίνω και στους γύρω μου μπογιά που δε σβήνει, ούτε λερώνει. Χορεύω στο ρυθμό της ζωής κι όταν σκοντάφτω, ξαναβρίσκω τα βήματα. 

Οι νότες είναι εκεί, τυπωμένες με μαύρο μελάνι στο χαρτί και περιμένουν να γίνουν μουσική.

Πώς να μην τις τιμήσω;

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Το χαρτονόμισμα

 Σε μια γυάλινη προθήκη, δίπλα σε άλλα, πολύτιμα αντικείμενα ήταν τοποθετημένο ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. Προσεκτικά φυλαγμένο, το χαρτονόμισμα φαινόταν άψογα διατηρημένο. Ήταν κάποτε η ανταμοιβή κάποιου.

Ήταν το χαρτζιλίκι της μάνας στο παιδί της για να περάσει την εβδομάδα του. Για να αγοράσει εισιτήρια λεωφορείου, μια τυρόπιτα και δύο τσίχλες. Και που ξέρεις, μπορεί να έμεναν και λίγα κέρματα μετά...

Ήταν το δώρο μια θείας στο ανιψι της για να πιει μια μπύρα, αφού την ρώτησε τι κάνει, αν είναι καλά και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Κι ύστερα το μάγουλο κοκκίνισε και τα μάτια δακρυσαν. Μα γιατί κλαίει η θεία;

Ήταν το ένα από τα χαρτονομίσματα που έλαβε ο έφηβος στα χέρια του για ένα μήνα δουλειάς στο εργοστάσιο ηλεκτρικών συσκευών. Δεν είχε ξαναπιάσει ποτέ τόσα λεφτά στα χέρια του! Του φαίνονταν τόσα πολλά! Τι θα μπορούσε να τα κάνει άραγε;

Ήταν το πουρμπουάρ σε ένα σερβιτόρο γιατί ήταν πολύ εξυπηρετικός με τους πελάτες. 

- Μα σας παρακαλώ, είναι πάρα πολλά!

-Δεν πειράζει παλικάρι μου, εμείς σε ευχαριστούμε!

Ο νεαρός σερβιτόρος έβγαλε πάλι φτερά στα πόδια και ποιος ξέρει πόσο μακριά θα πετάξει;

Ήταν στην πληρωμή του δασκάλου για το μάθημα που έκανε σε ένα μικρό κοριτσάκι, ενώ γύρω ο κόσμος κατέρρεε. 

- Ορίστε κύριε! 

Τα χεράκια της κρατούσαν 15 ευρώ που πολύ τα χρειαζόταν ο δασκαλακος. Άπλωσε το χέρι να τα πάρει. Τα ντουβαρια, το φως καταρρέουν σε αυτό το σπίτι και πέφτει μαυρίλα που σκοτώνει. Κλείνει τα μάτια.

Το άπλωσε τελικά;


Είναι η χαρτουρα από το πανηγύρι και το γάμο που του έριξε ένας μπάρμπας μέσα στο πουκάμισο. Τον ενοχλεί καθώς παίζει. Δεν θέλει να βρίσκεται εδώ και η θέση του είναι αλλού, μπροστά σε ένα πιάνο, παρέα με μαγικούς ήχους, με ήχους που λένε κάθε φορά και μια διαφορετική ιστορία.


Τέλος, είναι άλλο ένα χαρτονόμισμα μέσα σε ένα μασούρι από άλλα χαρτονομίσματα, μεγάλα, μικρά, αδιάφορα που κανείς λογικός δεν θα μπορούσε να τους δώσει σημασία.

Το χαρτονομισμα, που με το πέρασμα του χρόνου έχανε την αξία του, ήταν εκεί, διαθέσιμο, κρυμμένο πισω από μια γυάλινη προθήκη. Ήταν μόνο πέντε ευρώ και ορισμένες ώρες τις ημέρας μπορούσε να αγοράσει όλον τον κόσμο. Ήταν μόνο πέντε ευρώ και γυαλιζε σαν χρυσάφι που περιμένει να εξορυχθει. Ήταν μόνο πέντε ευρώ, μα πραγματικά, δεν μπορούσε να ξοδευτεί ποτέ.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Οι καμπάνες

 Ντιν, Ντιν, νταν!

Ντιν, Ντιν, νταν!


Καθισμένος σε μια αίθουσα αναμονής, αδυνατώ να κατανοήσω βασικά πράγματα που κινούν τη ζωή γύρω μου. Ίσως η λήθη να βοηθήσει στην απαγκίστρωση από τον αέναο κύκλο λαθους-σωστου.


- Θέλετε ένα παγωτακι; Να σας γλυκανουμε λίγο;;

Την απάντηση την ξέρουμε όλοι.

Είναι ακόμη ένα δείγμα πως όταν όλα πάνε στραβά, η ζωή προσπαθεί να σου δώσει θάρρος κι ας σε πλήγωσε πιο πριν. Έτσι γίνεσαι πιο δυνατός λένε. Κοντεύω να γίνω Σούπερμαν θα τους απαντούσα...

Η καμπάνα της ζωής χτυπά κι αλίμονο σε όποιον δεν σηκωθεί όρθιος, σε στάση προσοχής να ακούσει το κάλεσμα της. Να την, πάλι χτύπησε! 

Αλήθεια, πόσους χτύπους αντέχει κάνεις να ακούσει;

Οσους χρειαστεί, ακούγεται να λέει μια φωνή από το βάθος. Μα ξέρεις τι; Δεν έχω διάθεση να ακούσω τώρα. Έτσι κι αλλιώς, η καμπάνα καλύπτει τη φωνή που έρχεται από μακριά κι αν και επιτακτική, δεν μπορεί να νικήσει τον αέρα που τη σκορπίζει, καθώς ο μεταλλικός ήχος συνεχίζει να τραγουδά τον ίδιο σκοπό, μια ατάραχη μελωδία δίχως κομπιασμα.


Η δεύτερη καμπάνα ήχησε. Λυγμοι με πιάνουν, μα δεν μπορώ να κλάψω, μόνο να τρέξω μακριά από τον ήχο της για λίγο. Τι κι αν κρύβομαι; Αυτός ο ήχος τρυπώνει παντού και περνά τις νότες του μέσα στο κορμί μου ήρεμα κι ανατριχιαστικά. Θα 'ναι η δεύτερη καμπάνα αναφωνω και πάλι.  Πότε σταματά;

Ορθωνομαι στα πόδια μου και ψάχνω να δω το χρώμα της κι αν κάποιος τραβάει το σχοινί και τη χτυπάει. Δεν βλέπω τίποτα, μόνο ομίχλη που όλο και πυκνώνει. Και χάνεται ο κόσμος γύρω της, μαζί και ο ήχος από τις καμπάνες.

Ξάφνου, μέσα από την ομίχλη,  βλέπω να ξεπροβάλλει ένα μικρό χωριό κάπου στο βουνό και καθώς περπατώ, αντικρίζω τους θάμνους και τα δέντρα, τις πέτρες και τα μικρά σπίτια. Μαζί και τον πελώριο ουρανό, έναν γαλάζιο ουρανό, που σιγα-σιγα αρχίζει να φαίνεται καθαρά. Και που πριν τον χορτάσω, καθώς οι δείκτες ενός αόρατου ρολογιού κινούνται, γίνεται νυχτερινός για να μου δείξει τα αστέρια του να φωτίζουν τα σκοτάδια. Όπως τα κοιτάζω, βλέπω χιλιάδες αστραφτερές καμπανούλες. Και χτυπάνε όλες μαζί για να μου δώσουν κουράγιο. 

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

Καθαρή αντανάκλαση

 Που είσαι φίλε; Πώς περνάς, που πας και τι γυρεύεις;


Καμία απόκριση. Σύνθλιψη των χρωμάτων σε εργοστάσιο παραγωγής κρύου μετάλλου, μαύρου στο χρώμα, που λερώνει και διαλύεται, μα μετά επανασυντιθεται.

Ένα μηδέν ήσουν μια ζωή και ας σε περνούσαμε απλά για νούμερο. Ένα μηδέν, μα πιο κάτω κι από μηδέν - είσαι αρνητικός σε όλα. Που βασίζεται;

Δεν είσαι ένας, είσαι πολλοί, άντρες και γυναίκες. Αξίζεις τόσο τη μια στιγμή, την άλλη κάτι, μα γενικά τίποτε!


Φεύγεις την ώρα πάντα  που πρέπει, κάτι σε διώχνει και δεν σ' αντέχει καμία ψυχή. Το ύφος σου αλλάζει κατά πως συμφέρει, τι θέλεις μέσα σου κανείς δεν ξέρει, ούτε κι εσύ. 

Είσαι χαμένος, κάπου πνιγμένος, κατεστραμμένος και ατιμασμενος μα προσοχή!

Κι αν δεν το θέλω, κι αν με πειράζει, στέλνω για εσένα πάλι απόψε μια προσευχή.

Και τώρα, ξαναβουτα μέσα στον πελώριο εγωισμό σου, σαν πουλί που χώνεται σε έλος. Μην σκουζεις, μη φωνάζεις, μη παραπονιέσαι, μην δείχνεις τα φτερά σου κι άλλες τέτοιες φοβέρες.

Δεν έχεις θέση σε αυτόν τον κόσμο, όχι γιατί ο κόσμος σε έδιωξε, αλλά γιατί εσύ αγαπάς το κενό.

Μείνε στο μαύρο. Η καταχνιά σου πάει.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Τι κόσμος είναι αυτός;

... Που ψάχνει στο φεγγάρι να βρει αλήθεια στο κενό;

...Που πάει στο φεγγάρι και τα παιδιά του πολεμά;


Τι κόσμος είν' αυτός;


πουλάει συνειδήσεις, καταβροχθίζει συνεχώς;

... Που πλημμυρίζει δάκρυ. Τι δακρυσμένος ουρανός...


Σάπια μυαλά σε σάπια σώματα, κάνουν σάπιες σκέψεις.


Η απογοήτευση έρχεται με πολλά πρόσωπα και μοιάζει με τις φάσεις της σελήνης. Όμως, κάθε αποτύπωμα είναι και μια άλλη απογοήτευση κι αυτό αρκεί. 

Δεν είσαι εδώ

για αυτό.


Τι είν' η γαλήνη;

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Torii gates

 Στάθηκε ασαλευτα γλυκός, σαν άγαλμα που κρατά στα χέρια του ένα μικρό πουλί έτοιμο να ανοίξει τα φτερά του. Αντίκρυσε τον ήλιο που σιγα-σιγα βασίλευε και κοιταχτηκαν στα μάτια. Ο ήλιος του έστελνε όμορφα χρώματα, σαν άλλη ευλογία, καθώς καθρεφτιζοταν στα νερά. 

Μύρισε το άρωμα των λουλουδιών και της φύσης γύρω του. Αχ, πόσο όμορφα! Το λιβάδι πίσω του, ένας πίνακας χωρίς κάδρο. 

Μπορούσε να αγγίξει το άπειρο. 

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Η χώρα των θαυμάτων

 Σαν δροσοσταλιδα κύλησε το δάκρυ σου δειλά προς την καρδιά - μα πού γύριζες;

Μόνος, σε ένα νησί δίχως γλάρους, περπατούσες τα βράδια, κρυβοσουν τις μέρες. Ακοπα, μη ψάχνοντας νερό, λες κι ήσουν δροσισμενος, παλικάρι μου - κι ας καίγεσαι. Η αύρα σου καθώς κατηφοριζες σε εγκατέλειπε κι αυτή, έτοιμη να μεταμορφωθεί με μιας σε κίτρινη νεφέλη. Κι ύστερα να διαλυθεί, λες και η σκόνη στον κόσμο δεν ήταν αρκετή.

Κρατούσες στο χέρι ένα σταυρό που έσπασε και καθώς άφησες τον άνεμο να πάρει τα κομμάτια του, γέλασες πικρά, μα ήταν σαν να εκλαιγες!

Καθώς έφτανες ξανά στο παλιό λιμάνι, δαγκωνες τα χείλη σου με  μανία, λες και το κόκκινο τους σου έδινε ζωή - μα πού γύριζες;

Μπήκες σε μια βάρκα κι έπιασες τα κουπιά με ρώμη κι ανδρεία, μα ήταν αντίθετα τα ρεύματα και σε έφεραν πάλι στην ακτή που είχε γίνει μαύρη από τα κύματα και τα φύκια. Ξαποστασες.

Και σαν ήρθε ξανά η νύχτα με τους τρόμους της, άναψες μια φωτιά για να ξορκίσεις τα δαιμόνια της θύμησης. Κι ήρθαν αυτά ως πάνω στις φλόγες και φώναζαν! και γρυλιζαν! και σε βασάνιζαν με λαλιες όχι ανθρώπινες... Και σε ταξίδευαν σε χώρα που δεν πάτησε άνθρωπος, σαν δώρο, ενθύμιο, μα και σαν τιμωρία.

 Ύστερα φώναξες εσύ πιο δυνατά, μα ήταν αργά, η φωτιά έσβησε.

 Ακουμπώντας το σώμα σου στη γη, αφέθηκες να μετράς τα αστέρια στον ουρανό. Κι ήρθε επιτέλους η ανάπαυση - ως την αυγή.

"You are a good friend. But a better captain there is none..."


Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Breaking the habit

 Φταις. Φταις. Και θα πληρώσεις.

Φταις.

Φταις.


Φταις.



Κι από απόσταση ακούγεται:


Φταις.


Κι απομακρύνομαι κάμποσα μέτρα.

Πάλι ακούγεται.


Φταις.



Βγαίνω από αυτό το πηγάδι.


Φταις, από τα βάθη της γης.


Περπατάω μακριά, τρέχω στριγγλιζω, εξαφανιζομαι.


Φταιιιιις!! 


Ακούγεται πιο δυνατά...


Τρέχω στον αέρα, βουτάω στην θάλασσα, πετάω σε άλλους πλανήτες.



ΦΤΑΙΣ!!!



Ταξιδεύω με τη σκέψη μου σε άλλες διαστάσεις, γίνομαι άλλος άνθρωπος, μπαίνω σε ρόλους, σκέφτομαι λέξεις και πράγματα που οδηγούν στην εξιλέωση.

Τίποτα.



Φταις.


Παίζω κιθάρα και ακούω μια-μια τις νότες να μου χαϊδεύουν μελαγχολικά τα μαλλιά.


Φταις.


Οδηγώ το αυτοκίνητο, τρέχω με 200 (αν έτρεχε τόσο). Κι όμως, μέσα από τον παγωμένο αέρα...


Φταις.


Χτυπώ το σάκο με όλη μου τη μανία. Τα χέρια μου ματώνουν και αίμα ξεπηδά ανάμεσα στα δάχτυλα μου. Δεν φταίω!


Φταις.


Κλαίω τώρα σαν μικρό παιδί. Δεν μπορώ να γιατρευτω, δε μπορώ να ηρεμήσω.


Φταις.


Με παίρνει ο ύπνος περιλυπο. Τα δάκρυα δεν παίρνουν σχήμα, ούτε δροσίζουν. Απόκαμα.


Φταις.


Σώπα. Φταίω.




I'm an idiot

 I am a fucking idiot.


I am.

A. 


Fucking.


Idiot.


(translation on)


Είμαι τελείως ηλίθιος.

Απλά.

Σταρατα.

Χωρίς δικαιολογίες.




Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Η φθορά του χρόνου.

 Απόψε άκουσα έναν μεγάλο πιανίστα. Πήγα μετά και του έσφιξα το χέρι. Πέρασε ο χρόνος νερό.

Νοέμβριος του '14. Τον ακούω να παίζει Μπετόβεν με την ορχήστρα. Κάνει αρκετά λάθη. Παίζει όμως κι ένα Νυχτερινό μετά και είναι πανέμορφο.

Νοέμβριος του '16. Διευθύνει την ορχήστρα και παίζω εγώ πιάνο. Μου λέει να μην τον κοιτάω και να παίξω σόλο. Μα η ορχήστρα κάνει πολλά λάθη. Αλλά το βρίσκουμε από ένα σημείο και μετά και παίζουμε ωραία μαζί.

Μάρτιος του '24. Τον ακούω ξανά στο φεστιβάλ. Παίζει μόνο Σοπέν και η χρυσόσκονη είναι εκεί. Αλλά δεν έχει σταθερά δάχτυλα για να την απλώσει. Η ευαισθησία, η ομορφιά, η μουσικότητα, όλα εκεί. Όλα εκτός από τα χέρια.

Τελειώνει η συναυλία και αναρωτιέμαι: καλύτερα που έπαιξε ή καλύτερα να μην έπαιζε;

Μια ανάγκη με σπρώχνει να παίξω. Δε πρέπει να μείνω άλλο εκτός. Χρειάζομαι αρκετές βραδιές ακόμη που να θυμάμαι με νοσταλγία όταν έρθει η φθορά του χρόνου. Και τότε η μουσική θα είναι ένα με τον μετρονόμο  και με σκόρπιες νότες που θα φοβάμαι να πειράξω, μήπως και αλλάξει η μοίρα της μουσικής. 

Τα χρώματα δεν αλλάζουν.



Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

調和

 Το βαλς της ζωής, η θεωρία των πάντων...

Ο νους που ψάχνει λύση κι απαντήσεις, μα δεν βρίσκει παρά μόνο αδιέξοδα και κλειστές πόρτες. 

Πώς; 

Γιατί;

Πότε;

Η ζωή σαν πνευματικό σκαλοπάτι για το Ύστερα, το Ανώτερο και το Υπέρτατο. Δεν θα έπρεπε η ζωή να είναι τόσο σύνθετη, μα είναι.

Άλλη μια φορά κλείνοντας τα μάτια, αναζητώντας τρόπους να ξεκλειδώσεις το μυαλό σου.

Φτάνεις εκεί, ανάμεσα στα μάτια, χτυπάς δυνατά σε μια χρυσή πόρτα, με την κρυφή ελπίδα κάποιος να ανοίξει. Και περιμένεις! 

Η πόρτα όντως ανοίγει κι εσύ βρίσκεσαι σε έναν θάλαμο με ημίφως. Ισα-ισα ψαχουλευεις τα αντικείμενα, προσπαθώντας να εντοπίσεις την πραγματική υφή και ουσία των πραγμάτων. Κάποια τα βρίσκεις. Κάποια άλλα όχι. Δε πειράζει. Μέσα στο σκαμπό από το πιάνο βρήκες ένα κλειδί. Κράτα το.

Στο τέλος της διαδρομής υπάρχει μια μεγάλη, γυριστή σκάλα.

Διστάζεις λίγο, μα ξέρεις ότι πρέπει να την περπατήσεις. Κι αρχίζει η ανάβαση. 

Είναι μακριά η σκάλα αγόρι μου! Υπομονή και σταθερό βήμα. Δεν σου μένει τίποτα άλλο να κάνεις. Ανέβα.

Κι όταν πια φτάσεις εκεί, στο τέρμα της σκάλας, σε μια σκοτεινή, άδεια αίθουσα, ένα παλιό τζάκι θα καίει. Θα σε φωτίζει και θα σε ζεσταίνει. Άκου το θόρυβο από τα ξύλα που σκανε στη φωτιά...

Στη μέση της αίθουσας, καθισμένος στο πάτωμα είναι ο Ανώτερος Εαυτός. Αυτός ο μπαρουτοκαπνισμενος, σοφός πολεμιστής στον οποίο μεταμορφωνεσαι οπότε είναι απόλυτη ανάγκη. Γιατί δεν είσαι έτσι συνέχεια; Γιατί κρύβεσαι από τη δύναμη σου; Γιατί επιλέγεις να είσαι αδύναμος; Ποιο στοιχειό σε κρατάει πίσω παλικάρι μου;

Πάνω στον τοίχο υπάρχει μια επιγραφή σε ξένη γλώσσα. Πρέπει κάποτε να την σπάσεις στην μέση με μια γροθιά! Μην αργείς, τελειώνει η ζωή σου! Είναι η κατάρα σου. Αυτή που έριξες στον εαυτό σου.

Κάθεσαι στο πάτωμα και κοιτάς αυτόν τον άνθρωπο. Φοράει μια αρχαία στολή και έχει κλειστά τα μάτια. Προσεύχεται. Όλη η πλάση σου ζητά να τον ρωτήσεις ότι θες. Διστάζεις πάλι. Μα όταν κάνεις την ερώτηση σου, ανοίγουν οι ουρανοί και η άβυσσος!

Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Που αρχίζει και που τελειώνει; Τι είναι το Ύστερα και που πηγαίνουμε; Αξίζει όλος αυτός ο δρόμος;

Και απαντά με τρεις στίχους, όπως του ταιριάζει. Χαϊκού.

Σου τα λέει όλα, μα δεν προλαβαίνεις να ακούσεις. Ποιος ξέρει, ίσως την επόμενη φορά προφτάσεις περισσότερα.

Σήκω, φεύγουμε. Και μην ανησυχείς, θα επιστρέψεις εδώ οπότε χρειαστεί. Πάρε την ευαίσθητη ειρήνη σου και προχώρα μακριά. Μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά.