Ξύπνησε κι ήταν ακομη βράδυ, μα δεν είχε ύπνο.
Περπάτησε στις μύτες των ποδιών του για να βγει από το δωμάτιο.
Ετοιμάστηκε αθόρυβα και τα έβαλε όλα σε ένα σακίδιο πλάτης. Κι έφυγε.
Περπάτησε κατηφορικά σε μια ημικυκλική διαδρομή μέσα στα σκοτάδια, με έναν φακό που τρεμοπαιζε. Έπρεπε να κατέβει γρήγορα, χωρίς να τον δει κανείς.
Έφτασε κάποτε σε μια μικρή αποβάθρα, που το κύμα χάιδευε αργά τις βαρκούλες της. Παρατήρησε καλά τον χώρο γύρω του. Κανείς. Κι έτσι μπήκε στην βάρκα του, έλυσε τα σχοινιά της, έπιασε τα κουπιά και ξεκίνησε.
Ένα μικρό ταξίδι, ενας μικρός Τιτανικός που επιστρέφει εκεί που βούλιαξε για να παρατηρήσει το ίδιο του το ναυάγιο.
Σε λίγο φαίνονταν μόνο τα κύματα, σκοτεινά καθώς τύλιγαν τη μικρή βάρκα και ήσυχα, σαν να ήθελαν να καθησυχάσουν τους γλάρους που πετούσαν με ανοιχτά τα φτερά γύρω τους.
Κι όταν έφτασαν στο ναυάγιο, ο νεαρός κι η βάρκα του, είχε έρθει η ώρα για εξαγνισμό. Άνοιξε το σακίδιο του, έβγαλε από μέσα ένα κουτί και το κράτησε στα χέρια του. Το κοίταξε. Ήταν ένα όμορφο, σκαλιστό ξύλινο κουτί. Είχε τα αρχικά του πάνω με καλλιγραφικά γράμματα. Λείο στην αφή, όμορφο στην όψη, με ένα βαθύ καφέ χρώμα, που μισοξεχωριζες κάτω από τις φως του φεγγαριού.
Το χάιδεψε λίγο. Τι όμορφη αίσθηση!
Μετά το άνοιξε. Μέσα του υπήρχαν δύο μπάλες με κουδουνάκια. Πήρε μια σε κάθε χέρι. Αμέσως, ακούστηκαν μαλακοί μουσικοί ήχοι από τη μακρινή χώρα του Ποτέ. Ήχοι από κουδούνια που τα φυσά ο άνεμος και γαργαλουν τα αυτιά των ανθρώπων. Τα κούνησε λίγο ακόμη. Τι όμορφοι ήχοι! Καθώς έκλεισε για λίγο τα μάτια, του ήρθαν στο μυαλό εικόνες από ένα μικρό καταπράσινο ορεινό μονοπάτι που έσκιζε τα βουνά, μυρωδιές και ήχοι μιας άλλης εποχής, όταν ήταν μικρό παιδί. Μα τι ευλογία!
Καθώς συνέχισε να ψηλαφα τις μπαλες, διαπίστωσε ότι είχαν κάποια χωρίσματα. Τα πίεσε και οι μπάλες σιγά - σιγά άνοιξαν.
Μέσα τους αντίκρισε δύο μεγάλα, γυαλιστερά, κόκκινα ζάρια. Έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι, λες και είχαν δικό τους φως. Τα κουδουνάκια είχαν
πια χαθεί.
Τα έπιασε στα χέρια του και έριξε πολλές φορές τα ζάρια μέσα στο κουτί. Κάθε φορά, αφού έπεφταν, ο αριθμός άλλαζε. Τη μια στιγμή ήταν άσσοι, την άλλη εξάρες. Οι αριθμοί τους άλλαζαν καθώς τους κοιτούσες, μαζί και το χρώμα των ζαριών, που μια ήταν έντονα κόκκινο, την άλλη πράσινο κι ύστερα κίτρινο, με έντονο φως που σε θαμπωνε. Κι αν τα έπιανες στα χέρια σου, ήταν κι αυτά φανερό πως κάτι είχαν μέσα. Κοίταξε από μια χαραμάδα να δει τι είναι μέσα, μα η εικόνα τον τρόμαξε.
Έβαλε ξανά γρήγορα τα ζάρια μέσα στις μπάλες κι αυτές πάλι μέσα στο κουτί. Το χάιδεψε άλλη μια τελευταία φορά, άπλωσε τα χέρια του και το άφησε να πέσει μέσα στη θάλασσα.
Καθώς το κουτί χανόταν μέσα στα σκοτεινά νερά, αναστεναξε με ανακούφιση. Είχε τελειώσει.
Αφού έριξε λίγες ματιές για να βεβαιωθεί πως έφτασε στον πάτο, σήκωσε τα μάτια, έπιασε τα κουπιά και ξεκίνησε να επιστρέφει στην ακτή. Έδεσε την βάρκα, πήδηξε στην προβλήτα, περπάτησε τον ίδιο ανηφορικό δρόμο λίγο πιο κουρασμενος και φτάνοντας στο σπίτι του, πριν γυρισει το κλειδί στην πόρτα, έριξε μια τελευταία ματιά στον ουρανό.
Είχε αρχίσει να χαράζει.