Σαν δροσοσταλιδα κύλησε το δάκρυ σου δειλά προς την καρδιά - μα πού γύριζες;
Μόνος, σε ένα νησί δίχως γλάρους, περπατούσες τα βράδια, κρυβοσουν τις μέρες. Ακοπα, μη ψάχνοντας νερό, λες κι ήσουν δροσισμενος, παλικάρι μου - κι ας καίγεσαι. Η αύρα σου καθώς κατηφοριζες σε εγκατέλειπε κι αυτή, έτοιμη να μεταμορφωθεί με μιας σε κίτρινη νεφέλη. Κι ύστερα να διαλυθεί, λες και η σκόνη στον κόσμο δεν ήταν αρκετή.
Κρατούσες στο χέρι ένα σταυρό που έσπασε και καθώς άφησες τον άνεμο να πάρει τα κομμάτια του, γέλασες πικρά, μα ήταν σαν να εκλαιγες!
Καθώς έφτανες ξανά στο παλιό λιμάνι, δαγκωνες τα χείλη σου με μανία, λες και το κόκκινο τους σου έδινε ζωή - μα πού γύριζες;
Μπήκες σε μια βάρκα κι έπιασες τα κουπιά με ρώμη κι ανδρεία, μα ήταν αντίθετα τα ρεύματα και σε έφεραν πάλι στην ακτή που είχε γίνει μαύρη από τα κύματα και τα φύκια. Ξαποστασες.
Και σαν ήρθε ξανά η νύχτα με τους τρόμους της, άναψες μια φωτιά για να ξορκίσεις τα δαιμόνια της θύμησης. Κι ήρθαν αυτά ως πάνω στις φλόγες και φώναζαν! και γρυλιζαν! και σε βασάνιζαν με λαλιες όχι ανθρώπινες... Και σε ταξίδευαν σε χώρα που δεν πάτησε άνθρωπος, σαν δώρο, ενθύμιο, μα και σαν τιμωρία.
Ύστερα φώναξες εσύ πιο δυνατά, μα ήταν αργά, η φωτιά έσβησε.
Ακουμπώντας το σώμα σου στη γη, αφέθηκες να μετράς τα αστέρια στον ουρανό. Κι ήρθε επιτέλους η ανάπαυση - ως την αυγή.
"You are a good friend. But a better captain there is none..."