Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Τι κόσμος είναι αυτός;

... Που ψάχνει στο φεγγάρι να βρει αλήθεια στο κενό;

...Που πάει στο φεγγάρι και τα παιδιά του πολεμά;


Τι κόσμος είν' αυτός;


πουλάει συνειδήσεις, καταβροχθίζει συνεχώς;

... Που πλημμυρίζει δάκρυ. Τι δακρυσμένος ουρανός...


Σάπια μυαλά σε σάπια σώματα, κάνουν σάπιες σκέψεις.


Η απογοήτευση έρχεται με πολλά πρόσωπα και μοιάζει με τις φάσεις της σελήνης. Όμως, κάθε αποτύπωμα είναι και μια άλλη απογοήτευση κι αυτό αρκεί. 

Δεν είσαι εδώ

για αυτό.


Τι είν' η γαλήνη;

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Torii gates

 Στάθηκε ασαλευτα γλυκός, σαν άγαλμα που κρατά στα χέρια του ένα μικρό πουλί έτοιμο να ανοίξει τα φτερά του. Αντίκρυσε τον ήλιο που σιγα-σιγα βασίλευε και κοιταχτηκαν στα μάτια. Ο ήλιος του έστελνε όμορφα χρώματα, σαν άλλη ευλογία, καθώς καθρεφτιζοταν στα νερά. 

Μύρισε το άρωμα των λουλουδιών και της φύσης γύρω του. Αχ, πόσο όμορφα! Το λιβάδι πίσω του, ένας πίνακας χωρίς κάδρο. 

Μπορούσε να αγγίξει το άπειρο. 

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Η χώρα των θαυμάτων

 Σαν δροσοσταλιδα κύλησε το δάκρυ σου δειλά προς την καρδιά - μα πού γύριζες;

Μόνος, σε ένα νησί δίχως γλάρους, περπατούσες τα βράδια, κρυβοσουν τις μέρες. Ακοπα, μη ψάχνοντας νερό, λες κι ήσουν δροσισμενος, παλικάρι μου - κι ας καίγεσαι. Η αύρα σου καθώς κατηφοριζες σε εγκατέλειπε κι αυτή, έτοιμη να μεταμορφωθεί με μιας σε κίτρινη νεφέλη. Κι ύστερα να διαλυθεί, λες και η σκόνη στον κόσμο δεν ήταν αρκετή.

Κρατούσες στο χέρι ένα σταυρό που έσπασε και καθώς άφησες τον άνεμο να πάρει τα κομμάτια του, γέλασες πικρά, μα ήταν σαν να εκλαιγες!

Καθώς έφτανες ξανά στο παλιό λιμάνι, δαγκωνες τα χείλη σου με  μανία, λες και το κόκκινο τους σου έδινε ζωή - μα πού γύριζες;

Μπήκες σε μια βάρκα κι έπιασες τα κουπιά με ρώμη κι ανδρεία, μα ήταν αντίθετα τα ρεύματα και σε έφεραν πάλι στην ακτή που είχε γίνει μαύρη από τα κύματα και τα φύκια. Ξαποστασες.

Και σαν ήρθε ξανά η νύχτα με τους τρόμους της, άναψες μια φωτιά για να ξορκίσεις τα δαιμόνια της θύμησης. Κι ήρθαν αυτά ως πάνω στις φλόγες και φώναζαν! και γρυλιζαν! και σε βασάνιζαν με λαλιες όχι ανθρώπινες... Και σε ταξίδευαν σε χώρα που δεν πάτησε άνθρωπος, σαν δώρο, ενθύμιο, μα και σαν τιμωρία.

 Ύστερα φώναξες εσύ πιο δυνατά, μα ήταν αργά, η φωτιά έσβησε.

 Ακουμπώντας το σώμα σου στη γη, αφέθηκες να μετράς τα αστέρια στον ουρανό. Κι ήρθε επιτέλους η ανάπαυση - ως την αυγή.

"You are a good friend. But a better captain there is none..."