Έχει ζέστη πολλή αυτές τις μέρες. Είναι και δύσκολο να
περπατάς έξω με τον ήλιο να σε χτυπά καταπρόσωπο. Όμως ο άνθρωπος αυτός περπατάει
με το κεφάλι σκυφτό χωρίς παράπονα. Έχει πάρει το λεωφορείο ή το μετρό – ποιος ξέρει;
Πάντως λεφτά για βενζίνη δεν υπάρχουν. Αυτός ένα σκοπό έχει και θα φροντίσει να
τον πετύχει.
Είναι χρόνια τώρα που του έχουν ζαλίσει το κεφάλι στη τηλεόραση.
Πάντα άκουγε τις ειδήσεις και βαριόταν.
Μεγάλο έγκλημα στην Θεσσαλονίκη, κλοπές στην Αθήνα, νέα μέτρα η κυβέρνηση, το
πρωτάθλημα ξανά στο Θρύλο…
Όλα αυτά φαντάζουν παλιές, ωραίες εποχές της τηλεοπτικής του
πραγματικότητας.
Τότε που δεν τον ένοιαζε και πολύ τι συνέβαινε γύρω. Είχε τη
δουλίτσα του, την οικογένεια του, τα τσιπουράκια του στη ταβέρνα της γειτονιάς.
Όλα καλά κι όλα ωραία.
Τα τελευταία χρόνια όμως με τη κρίση όλα άλλαξαν. Κάθε βράδυ
τον φοβέριζαν στα κανάλια. Δεν υπάρχουν λεφτά. Τι στο διάολο, ο άλλος δε μας έλεγε
«Λεφτά υπάρχουν!»; Πότε πρόλαβαν και χαθήκαν τα λεφτά μας; Τα λεφτά μου;
Εν πάση περιπτώσει, το σπίτι μου να είναι καλά και όλα τ’άλλα...
σκέφτεται καθώς συνεχίζει με μεγαλύτερα, αποφασιστικά βήματα προς το προορισμό
του.
Και τι να κάνεις; Όλα τα κόμματα ίδια είναι. Τους ψήφισε, έβγαλε
τα μάτια του και κατάλαβε πόσο απατεώνες και κλέφτες είναι. Μόνο, να, να βρισκόταν
ένα κόμμα να άλλαζε τα πράγματα, να έδινε μια ελπίδα στο κόσμο, καμιά δουλειά,
να βγαίνει το μεροκάματο. Μετά χαράς θα το ψήφιζε. Έχει και μια οικογένεια να
θρέψει. Που να βρεθούν λεφτά; Μας τα έφαγε το κράτος με τα χαράτσια του, τους φόρους,
τα τέλη, το ΦΠΑ… Κλέφτες…
Άκουσε στη τηλεόραση τις προάλλες φωνές και φασαρία. Δυο γάιδαροι
μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, σκέφτηκε στην αρχή, στους πολίτες ανήκει αυτή η πόλη
και αυτοί πουλάνε μαγκιά; Τι τον νοιάζει τον δήμαρχο τι θα κάνουν οι άλλοι στη
τελική; Φαγητό μοιράζουν, δε σκοτώνουν. Αφού όλοι το ξέρουμε, τα άλλα κόμματα
δε δίνουν μία για τον απλό κόσμο που πεινάει. Και τώρα που το καλοσκέφτομαι τζάμπα
είναι, ας πάω κι εγώ, είπε δυνατά αυτή τη φορά, στη γυναίκα του που ήταν στη
κουζίνα, από το καναπέ του σαλονιού του. Σιγά, και τι έγινε. Η γυναίκα αναστέναξε
βαθιά κι ύστερα μουρμούρισε κάτι.
Αυτός επανέλαβε ακόμη πιο δυνατά:
Φαγητό μοιράζουν. Δε σκοτώνουν.
Θα πάω κι εγώ.
Η γυναίκα σώπασε. Το ψυγείο ήταν άδειο.
Σιγά. Και τι έγινε;
Προχώρησε κι άλλο μέχρι που είδε κόσμο πολύ μαζεμένο και
φασαρία Πολλή φασαρία. Ίδρωσε. Πολύς ήλιος, πολύ περπάτημα…
Πριν μπει στην ουρά άρχισαν πάλι οι δεύτερες σκέψεις.
Λένε στα κανάλια ότι είναι έτσι… είναι αλλιώς.
Δε με νοιάζει, εγώ πάω να πάρω ένα σακί πατάτες.
Είναι χαζοί, φουσκωτοί,
βρίζουν και δέρνουν, θυμάται.
Να πάρω και κανένα φρούτο σκέφτεται, τζάμπα πηγαίνουν, στις χωματερές
τα πετάνε κι ο κόσμος πεινάει.
Μεταμφιέζονται σε κοινοβουλευτικούς για να ανατρέψουν τη
δημοκρατία.
Κανένα ρουχάκι άμα βρω για τα παιδιά… Ένα χρόνο έχουν να πάρουν
μια καινούρια μπλούζα.
Προωθούν το ρατσισμό και το φασισμό, είναι ωμοί και …
Και κανά δυο κιλά κρέας δώσε μου! φωνάζει στο παλικάρι με το
μαύρο μπλουζάκι…
Υ.Γ. Αφιερώνεται στους αγνούς υποστηρικτές καθαρών ιδεών.