Εισαγωγή
Ο Maurice Ravel γεννήθηκε, το 1875, στην βασκική πόλη Ciboure της Γαλλίας, κοντά στα σύνορα με την Ισπανία. Η μητέρα του, Marie Delouart, ήταν βασκικής καταγωγής και μεγάλωσε στη Μαδρίτη, ενώ ο πατέρας του, Joseph Ravel, ήταν Ελβετός εφευρέτης και βιομήχανος από τη γαλλική Haute-Savoie (Orenstein, 1991, σ. 8).
Ο Joseph έπαιξε σημαντικό ρόλο στην βιομηχανία μηχανοκινήτων της εποχής και βρισκόταν στην Ισπανία, μετά τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο, γύρω στα 1871, έχοντας ενεργή συμμετοχή στην κατασκευή του σιδηροδρόμου. Είχε επίσης λάβει μαθήματα μουσικής ως μαθητής και είχε ένα αξιόλογο μουσικό υπόβαθρο (Orenstein, 1991, σ. 10).
Δίχως καμιά αμφιβολία, Ο Joseph άσκησε ιδιαίτερη θετική επιρροή στον γιο του, όσον αφορά στην μουσική του εξέλιξη. Σε συνδυασμό με την αγάπη του για τις σύγχρονες μηχανικές εφευρέσεις, τα στοιχεία αυτά πιθανότατα έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Ravel. Όπως ο ίδιος ο συνθέτης δήλωνε, "Σαν παιδί, έδειχνα μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, για κάθε είδος μουσικής". (Orenstein, 1991, σ. 130).
Από την άλλη πλευρά, σημαντική ήταν η προσκόλληση του Ραβέλ στη μητέρα του. Η σχέση που είχε μαζί της, ήταν ο βαθύτερος συναισθηματικός δεσμός που είχε σε όλη του τη ζωή. Μεταξύ των πρώτων του αναμνήσεων, ήταν οι ισπανικές μελωδίες που του τραγουδούσε η μητέρα του και μέσω αυτής, κληρονόμησε την αγάπη του για τη χώρα των Βάσκων, τους ανθρώπους και τη λαογραφία της, καθώς και μια βαθιά συμπάθεια για τη μουσική της Ισπανίας. (Orenstein, 1991, σ. 8)
Η Ισπανία του Ραβέλ, ήταν μια ιδανική Ισπανία, όπως την είχε γνωρίσει από τη μητέρα του και για αυτό υπάρχει συχνά ένα διακριτικά αυθεντικό ισπανικό χρώμα στη μουσική του (Orenstein, 1991, σ. 8).
Η Marie ήταν μια αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, η οποία φέρεται να διέθετε ένα πολύ ελεύθερο πνεύμα. Ο Ravel λάτρευε τη μητέρα του και ο θάνατος της αποδείχθηκε ένα χτύπημα από το οποίο ο συνθέτης δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως (Orenstein, 1991, σ. 9).
Παιδικά χρόνια
Η
οικογένεια του συνθέτη ήταν ανοιχτόμυαλη, με καλλιτεχνικές ευαισθησίες και όταν
κατέστη σαφές ότι ο Maurice θα ακολουθήσει καριέρα στη
μουσική, έλαβε την αμέριστη ενθάρρυνση και υποστήριξη της. Έτσι, ο Ravel ήταν
τυχερός, περνώντας μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Το δίλημμα ήταν αν θα έπρεπε
να ακολουθήσει καριέρα πιανίστα ή συνθέτη (Orenstein,
1991, σ. 8).
Στην ηλικία
των επτά, ο Ravel έκανε το πρώτο του μάθημα πιάνου με τον Henry Ghys, ο οποίος παρατήρησε ότι ο νεαρός μαθητής του φαινόταν να είναι
“ευφυής”. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων, έπαιξε πιάνο μπροστά σε κοινό για πρώτη
φορά. Στο ίδιο διάστημα ήταν που γνώρισε τη ρωσική μουσική και την
χαρακτηριστική εξωτικότητα της, την οποία θαύμασε στην Exposition Universelle, το 1889 (Orenstein, 1991, σ. 11-12).
Φαίνεται
ότι η εκπαίδευση του Ραβέλ περιορίστηκε σε μαθήματα μουσικής. Κι ενώ
φαινόταν ότι είχε φυσικό ταλέντο ως συνθέτης, ήταν συνήθως απρόθυμος να
μελετήσει πιάνο. Ήταν ωστόσο αποφασισμένος να ακολουθήσει καριέρα επαγγελματία
μουσικού και το Νοέμβριο του 1889, πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις για
το Conservatoire de Paris. Η μακρά μαθητεία του εκεί σημαδεύτηκε από τη μια αποτυχία μετά
την άλλη (Orenstein, 1991, σ. 12).
Conservatoire de Paris
Ο Ravel άρχισε
επίσημα μαθήματα στο Conservatoire, στις 4 Νοεμβρίου 1889. Ο
δεκατετράχρονος Ravel έγινε ομόφωνα δεκτός στο προπαρασκευαστικό τμήμα
πιάνου. Στον τελικό διαγωνισμό εκείνου του ακαδημαϊκού έτους, που
πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1890, ο Ravel κέρδισε
το δεύτερο βραβείο, και έτσι η πρώτη του χρονιά στο Conservatoire ήταν επιτυχημένη (Orenstein, 1991, σ. 13).
Στη δεύτερη
χρονιά του, του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο κι έτσι εισήλθε στην τάξη πιάνου
του Charles de Beriot, ενώ ταυτόχρονα εισήλθε και στη τάξη αρμονίας του Emile
Pessard. Από εκεί και πέρα όμως, φαίνεται ότι ο Ravel αργούσε
στα μαθήματα και αν και πολύ ταλαντούχος, ήταν επίσης και πολύ αμελής, όσον
αφορά τον τρόπο μελέτης του. Αυτό συνέβαινε γιατί ο Ravel αφομοίωνε
γρήγορα όσα είχε να του διδάξει ο καθηγητής του και καταπιανόταν με την
αναζήτηση νέων αρμονικών κόσμων, που ήταν πολύ μπροστά από όσα διδασκόταν στη
τάξη, κατά ομολογία του ίδιου του καθηγητή του.
Η αποτυχία
του να κερδίσει κάποιο βραβείο για τρία συναπτά έτη, όπως απαιτούνταν από τους
κανονισμούς του Ωδείου, είχε ως αποτέλεσμα να αποβληθεί από τις τάξεις αρμονίας
και πιάνου. Έτσι, ο Ravel αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Conservatoire (Orenstein, 1991, σ. 14).
Η δεύτερη
περίοδος του εκεί δεν υπήρξε καλύτερη. Επέστρεψε
στο Ωδείο το 1898 και ξεκίνησε μαθήματα σύνθεσης με
τον Gabriel Fauré. Το 1900, λόγω του
ότι δε κέρδισε ούτε στο διαγωνισμό φούγκας, ούτε
στον αντίστοιχο διαγωνισμό σύνθεσης για τρία συνεχόμενα έτη, έφυγε ξανά
από το Conservatoire. Συνέχισε μαθήματα σύνθεσης με τον Faure μέχρι το
1903 (Orenstein, 1991, σ. 20).
Προσπάθησε επίσης
αρκετές φορές να κερδίσει στο Prix de Rome, αλλά χωρίς
επιτυχία. Το 1905, τελευταίο έτος κατά το οποίο είχε δικαίωμα
συμμετοχής στο Prix de Rome,
ο Ravel δεν πέρασε καν τα προκριματικά του
διαγωνισμού, παρά το γεγονός ότι θεωρούνταν φαβορί για κάποιο από τα
δύο πρώτα βραβεία. Αντ’ αυτού, οι έξι φιναλίστ που επιλέχθηκαν, ήταν
όλοι μαθητές του Charles Lenepveu, μέλους της κριτικής
επιτροπής και ανθρώπου που προοριζόταν από τον Dubois για
αντικαταστάτης του, ως διευθυντής του Conservatoire. Το σκάνδαλο, που ονομάστηκε Υπόθεση Ravel
(Ravel Affair) από το παρισινό Τύπο, είχε ως
αποτέλεσμα την παραίτηση του Dubois και την αντικατάστασή
του από τον Fauré αντί του Lenepveu. Ο Ravel φάνηκε
μάλιστα να ευνοείται τελικά από τη δημοσιότητα που δημιουργήθηκε γύρω από το
θέμα και η καριέρα του έλαβε νέα ώθηση (Orenstein,
1991, σ. 33, 37-39, 135; James, 1987 σ. 40).
Les apaches
Γύρω στα
1903, όταν ο Ravel ήταν στα είκοσι του, έγινε μέλος μιας avant-garde ομάδας
καλλιτεχνών, συγγραφέων και μουσικών, γνωστή ως Les apaches. Η ιστορία γύρω το πώς πήραν αυτό το όνομα, έχει ως
εξής: Μια μέρα, κάποιοι από την ομάδα άκουσαν έναν πωλητή εφημερίδων στο Rue de Rome
να φωνάζει "Attention les Apaches"
(προσοχή στους Απάτσι). Υιοθέτησαν με ενθουσιασμό το όνομα “χούλιγκαν”, όπως
ήταν η σημασία της λέξης στα γαλλικά. Μετά από πρόταση του Ραβέλ, επέλεξαν το
πρώτο θέμα της 2ης Συμφωνία του Borodin ως το συνθηματικό τους μουσικό θέμα
(Orenstein, 1991, σ. 28).
Οι Apaches συνήθιζαν να μαζεύονται τα Σάββατα, αρχικά στο σπίτι του Paul
Sordes ή σε εκείνο του Tristan Klingsor και αργότερα στο σπίτι του Maurice
Delage. Αποστολή της ομάδας ήταν σαφώς να συσπειρώσει γύρω της όλη την
πρωτοπορία των καλλιτεχνών της εποχής, η οποία θα προσπαθούσε να σπάσει το
“παραδοσιακό” κατεστημένο, μέσω πολύ τολμηρών και καμιά φορά, ακραίων
εκφραστικών μέσων στα έργα της. Διάφορα μέλη της ομάδας παρέμειναν φίλοι
του Ραβέλ καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του (Pasler, α.η.).
Τα μέλη των Apaches, συμπεριλάμβαναν τους: Edouard Benedictus, ζωγράφο και συνθέτη, M.D. Calvocoressi, συγγραφέα και κριτικό μουσικής, Maurice Delage, συνθέτη, Léon-Paul Fargue, ποιητή, Lucien Garban, εκδότη, Désiré-Emile Inghelbrecht, διευθυντή ορχήστρας, Tristan Klingsor, ποιητή, ζωγράφο, θεωρητικό τέχνης, Florent Schmitt, συνθέτη, Paul Sordes, ζωγράφο, Ricardo Viñes, πιανίστα, Emile Vuillermoz, κριτικό μουσικής και άλλους (Pasler, α.η.).
Δυο από
τους καλύτερους φίλους του Ravel από το κύκλο των Apaches, ήταν
οι Ricardo Vines και Michel de Calvocoressi. Η συναναστροφή μαζί τους ήταν
ιδιαίτερα ευεργετική μουσικά για τον Ravel, ο οποίος
τους αφιέρωσε από ένα κομμάτι στα Miroirs.
Ricardo Vines
Ο Ricardo
Vines ήταν Ισπανός πιανίστας, φίλος του Ravel και δάσκαλος πιάνου του συνθέτη
Francis Poulenc και του πιανίστα Léo-Pol Morin. Ήταν αυτός που έπαιξε στις
πρώτες εκτελέσεις για πολλά σημαντικά έργα του Maurice Ravel, όπως τα Menuet
antique (1898), Jeux d'eau, Pavane pour une Infante défunte και Miroirs
(1906) και Gaspard de la nuit (1909) καθώς και συνθέσεις των Claude
Debussy, Erik Satie, Manuel de Falla, Deodat de severac, Isaac Albéniz και
άλλων (Larner, 1996, σ. 66-67).
Ο Ravel και
ο Vines συναντήθηκαν για πρώτη φορά σαν μαθητές στο Conservatoire το 1889.
Γνώρισε στον Ravel τα έργα πολλών σημαντικών συγγραφέων που επρόκειτο να
ασκήσουν επιρροή στον συνθέτη, όπως οι Baudelaire, Verlaine, Mallarmé, Poe, και
Huysmans. Έγινε μέλος τον Apaches την ίδια περίοδο με τον Ravel. Ο Vines είχε
επίσης μεγάλη επίδραση στον Ravel όσον αφορούσε στη δημιουργική διαδικασία και
έμπνευση στα έργα του (James, 1987, σ. 15).
Ως νεαροί
πιανίστες, περνούσαν πολύ χρόνο μαζί στο πιάνο, “πειραματιζόμενοι με νέες
συγχορδίες”. Αποτέλεσμα αυτών των “παιχνιδιών στο πιάνο” ήταν το κομμάτι
Habanera, έργο για δύο πιάνα, στο οποίο ο Ravel έδειξε για πρώτη φορά την κλίση
του για καλαίσθητες, φίνες αρμονίες (Orenstein, 1991, σ. 16).
Michel de Calvocoressi
Ο συγγραφέας και μουσικοκριτικός Michel de Calvocoressi συναντήθηκε με τον Ravel το 1898 και μετά από μια μικρή περίοδο αμοιβαίας καχυποψίας, έγιναν δια βίου φίλοι. Γεννημένος στη Γαλλία, με ελληνική καταγωγή και αργότερα μόνιμος κάτοικος Αγγλίας, ο Calvocoressi ήταν επίσης ένας ικανότατος γλωσσολόγος, γράφοντας σε πολλές γλώσσες. Ήταν ο Calvocoressi που έδωσε στον Ravel τα κείμενα για τα Cinq mélodies populaires grecques. Ο Ravel του αφιέρωσε την Alborada del gracioso (Abraham, α.η.).
Μουσική για πιάνο του Ravel και τα “Miroirs”
Προηγούμενα έργα για πιάνο
Προηγούμενα έργα για πιάνο
Πρώτο σημαντικό έργο για πιάνο του συνθέτη ήταν η Habanera, για δύο πιάνα, το οποίο ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1895. Το κομμάτι αργότερα μεταγράφηκε για ορχήστρα και είναι πλέον γνωστό ως η τρίτη κίνηση του Rapsodie Espagnole. Η “Habanera” ήταν το πρώτο από μια σειρά έργων του συνθέτη με έντονο το ισπανικό ιδίωμα, στα οποία η αρμονική λεπτότητα αφήνει ένα ξεκάθαρο σημάδι στην μνήμη του ακροατή (Jankelevitch, 1959, σ. 20-21).
Το Menuet antique, το οποίο ολοκληρώθηκε τον ίδιο μήνα με τη Habanera, ήταν το πρώτο έργο του Ραβέλ που εκδόθηκε. Όσο παράξενο και αν μας φαίνεται σήμερα, αυτές οι πρώιμες συνθέσεις θεωρήθηκαν πολύ πρωτοποριακά, avant-garde έργα (Jankelevitch, 1959, σ. 20-21).
Το 1899, εκδόθηκε η Pavane pour une Infante défunte, το οποίο δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, ώσπου να το εκτελέσει δημόσια ο Ricardo Vines, το 1902. Ενοχλημένος αργότερα από την τεράστια επιτυχία του έργου έναντι άλλων που θεωρούσε ανώτερα και τη μεταγραφή του για διάφορα όργανα, ο Ravel είχε επανειλημμένα εκφράσει αρνητική άποψη για αυτό το έργο του, λέγοντας πως ήταν φτωχό στη δομή και με εμφανείς επιρροές από τον Chabrier, καθώς και ότι δεν μπορούσε να εντοπίσει πλέον θετικά στοιχεία σε αυτή του τη σύνθεση, αλλά ότι οι αδυναμίες της του ήταν ξεκάθαρες (Jankelevitch, 1959, σ. 21).
Το Jeux d’eau (1901), είναι ένα κομμάτι για πιάνο, στο λαμπερό ύφος του Liszt, τον οποίο ο Ravel θαύμαζε και αποτελεί φόρο τιμής στο Les Jeux d'eau à la Villa d'Este του πρώτου. Το κομμάτι ήταν κάτι εντελώς καινούριο και πρωτότυπο για τα δεδομένα της εποχής και είναι σίγουρο ότι άνοιξε νέους μουσικές ορίζοντες για κάθε σύγχρονο του συνθέτη, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Debussy (Orenstein, 1991, σ. 154).
Το 1903, το περιοδικό Weekly Critical Review ανακοίνωσε ένα διαγωνισμό για τη σύνθεση πρώτου μέρους σονάτας, το οποίο δε θα έπρεπε να ξεπερνά τα 75 μουσικά μέτρα. Ο Ravel άρχισε να εργάζεται σε αυτό, αλλά ο διαγωνισμός ακυρώθηκε και το πρώτο μέρος του Ραβέλ ήταν έτσι κι αλλιώς λίγα μέτρα περισσότερα από ότι προέβλεπε ο κανονισμός. Ο Ravel ολοκλήρωσε τα άλλα δυο μέρη δύο χρόνια αργότερα και το έργο δημοσιεύτηκε το 1905, την ίδια χρονιά με τα Miroirs, με το τίτλο Sonatine (Dowling, 2005).
Miroirs
Τα Miroirs είναι ένα σύνολο από κομμάτια, καθένα από τα οποία είναι αφιερωμένο σε κάποιον από τους φίλους του Ραβέλ από τους Apaches. Στο έργο δόθηκε ο τίτλος Miroirs, ο οποίος μπορεί να σημαίνει Καθρέφτες, αλλά και Αντανακλάσεις (καθρεφτίσματα). Ο γράφων θεωρεί πως ο τίτλος είναι σκόπιμα διφορούμενος, αντανάκλαση του ίδιου του στυλ στο οποίο έγραψε ο συνθέτης. Εξάλλου, ο τίτλος παραπέμπει περισσότερο σε προγραμματική μουσική, παρά σε ιμπρεσσιονιστικό έργο, τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση. Ο ίδιος ο συνθέτης ανέφερε σχετικά με τα Miroirs:
Αντιπροσωπεύουν μια τέτοια σημαντική αλλαγή στην αρμονική εξέλιξη των έργων μου, που ακόμη και μουσικοί οι οποίοι ήταν εξοικειωμένοι με τον τρόπο που έγραφα ως τότε, είχαν περιέλθει σε σύγχυση (Stuckenschmidt, 1969, σ. 44).
Στα Miroirs, ίσως και υποσυνείδητα, ο Ravel επιστρέφει σε μια κοσμική εκδοχή της γαλλικής μουσικής παράδοσης με την οποία, σε αντίθεση με τον Μπετόβεν, προτιμά να “χρωματίσει” αντί να “εκφράσει συναισθήματα”. Επεδίωξε, όχι τόσο να εκφράσει και να δώσει ζωή σε ψυχικές καταστάσεις, όσο να αποδώσει τα πρόσωπα και τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτά. “Αν η μουσική μπορεί να περιγράψει, χωρίς να αποκαλύπτει τον καλλιτέχνη”, είχε πει ο Andre Suares, “τότε η μουσική του Ραβέλ τα καταφέρνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλη” (Roland-Manuel, 1947, σ. 41).
Η Marguerite Long, ειδικός στην μουσική του Ravel, εξηγεί τα Miroirs ως εξής:
Ο τίτλος από μόνος του είναι μια αισθητική πρόταση. Κλείνει μέσα του αυτό που οι ιμπρεσιονιστές έχουν καταδείξει, την αντίληψη του ανακλώμενου φωτός από το αντικείμενο στα αισθητήρια όργανα μας και κατόπιν, στη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης. Αυτά τα κομμάτια είναι έντονα περιγραφικά και παραπέμπουν άμεσα σε εικόνες. Αποκλείουν κάθε συναίσθημα στην έκφραση, αλλά προσφέρουν στον ακροατή μια σειρά από εκλεπτυσμένα αισθητικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να βιωθούν και εκτιμηθούν ανάλογα με την φαντασία του. (Murdoch, 2007, σ. 41.)
Noctuelles (Νυχτοπεταλούδες)
Αφιερωμένο
στον Léon-Paul Fargue, τα Noctuelles είναι ένα κομμάτι με ιδιαίτερο χρώμα, και
μια σκοτεινή, νυχτερινή ατμόσφαιρα, από τις οποίες ξεπηδά μια ζοφερή διάθεση.
Δεν είναι το νυχτερινό ύφος του ρομαντισμού, των Νυχτερινών του Chopin ή η
νύχτα γεμάτη με πάθος και δράμα από το Τριστάνος και Ιζόλδη. Η νύχτα του Ραβέλ
είναι εμπνευσμένη από το Un grand sommeil noir του Paul Verlaine, όπου
παράξενα πλάσματα μαζεύονται και χορεύουν, με ένα πέπλο μυστηρίου να τα
σκεπάζει . Το κομμάτι είναι πρόδρομος πολλών μεταγενέστερων συνθέσεων του. Στα
Noctuelles, σκοπός του συνθέτη είναι να παρουσιάσει ένα εξαιρετικά ασαφή και
λεπτό ήχο. Το μεσαίο τμήμα είναι ήρεμο, με πλούσια αρμονική ποικιλία, ενώ η
επανέκθεση γίνεται μια πέμπτη κάτω από την πρώτη παρουσίαση του θέματος
(Stuckenschmidt, 1968, σ. 82-83).
Oiseaux Tristes (Θλιμμένα
πουλιά)
Αφιερωμένο
στον Ricardo Vines, είναι εμπνευσμένο, κατά δήλωση του συνθέτη, από μια βόλτα στο
φθινοπωρινό δάσος του Fontainebleau. Σε αυτό το κομμάτι, ένα
πουλί τραγουδά μια θλιβερή μελωδία κι όταν τελειώνει, μαζεύονται γύρω του κι
άλλα πουλιά για να τραγουδήσουν μαζί του. Αρχικά προοριζόταν να είναι το πρώτο
από τα Miroirs στη σειρά και είναι ένα από τα πιο απαισιόδοξα και μελαγχολικά
κομμάτια της πρώιμης περιόδου του Ραβέλ. Επίσης, δεν μπορεί να συγκριθεί με
οποιοδήποτε από τα προηγούμενα του έργα, όσον αφορά τον τρόπο που
χρησιμοποιείται το πεντάλ. Ακόμη, είναι πολύ ιδιαίτερο αρμονικά, ενώ το τονικό
κέντρο είναι δυσκολότερο να εντοπιστεί, από ότι στις περισσότερες συνθέσεις του
Ραβέλ. Το κύριο μελωδικό μοτίβο αποτελείται από μια νότα που επαναλαμβάνεται
και ακολουθείται από ένα grupetto. Η ηχητική εικόνα επανέρχεται πολλές φορές,
ενισχυμένη. Το γρήγορο και ηχηρό μεσαίο τμήμα αντισταθμίζεται από μια
συγκρατημένη cadenza, που σταδιακά επαναφέρει το μελαγχολικό κλίμα της έναρξης
(Stuckenschmidt, 1968, σ. 83).
Une barque sur l'Ocean (Μια βάρκα στον ωκεανό)
Αφιερωμένο
στον Paul Sordes, το κομμάτι αφηγείται την ιστορία μιας μικρής βάρκας που πλέει
πάνω στα κύματα του ωκεανού. Διαφέρει από τα υπόλοιπα των Miroirs, ως προς
το ότι δεν περιορίζεται στο καθαρά πιανιστικό περιεχόμενο των άλλων.
Αρπίσματα και γλυκές μελωδίες μιμούνται τα κύματα του ωκεανού. Είναι το
μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του έργου και το δυσκολότερο με εξαίρεση την
Alborada del gracioso. Περιέχει επίσης, οδηγίες που αφορούν στην εκτέλεση, που
οδηγούν σε ορχηστρικά μοντέλα. Πράγματι, το ηχητικό αποτέλεσμα παραπέμπει σε
μουσική για άρπα και πνευστά κι ενώ η αφετηρία για αυτούς τους πειραματισμούς
είναι αντίστοιχα έργα του Liszt, o Ravel καταλήγει σε πολύ προχωρημένα για την εποχή αποτελέσματα
(Stuckenschmidt, 1968, σ. 83).
Alborada del gracioso (Το πρωινό τραγούδι του παλιάτσου)
Αφιερωμένο
στον Michel-Dimitri Calvocoressi, η Alborada είναι ένα πολύ δύσκολο τεχνικά
κομμάτι, που ενσωματώνει πολλά ισπανικά μουσικά θέματα και μοτίβα. Η Alborada
del gracioso είναι αρκετά διαφορετικό κομμάτι από τα άλλα “Miroirs”. Το
βασικό στοιχείο αυτής της σύνθεσης είναι ο ρυθμός. Καθορίζει την πορεία, καθώς
και το χαρακτήρα του κομματιού. Η Alborada ανήκει σε αυτή την κατηγορία των
έργων που σχεδιάστηκαν στο ισπανικό πνεύμα, όπως το συνελάμβανε ο Ravel, όχι με
την ενσωμάτωση συγκεκριμένου ισπανικού μελωδικού υλικού, αλλά με την κατάλληλη
χρήση ενός τυπικά ισπανικού ρυθμικού χαρακτήρα, καθώς και τρόπων πολύ
χαρακτηριστικών για το ισπανικό τραγούδι (Stuckenschmidt, 1968, σ. 83-84).
La Vallée des cloches (Η Κοιλάδα με τις καμπάνες)
Αφιερωμένο
στον Maurice Delage, το κομμάτι θυμίζει τους
ήχους πολλών, διαφορετικών καμπανών, με τη
χρήση κατάλληλων αρμονιών. Το La Vallée des cloches συνετέθη πρώτο από τα υπόλοιπα. Αποτελεί μια
αξιόλογη μελέτη και πειραματισμό της ποιότητας του ήχου των καμπανών,
επικεντρωμένη στο ηχητικό αποτέλεσμα που έχουν οι αρμονικές τους. Το
La Vallée des cloches είναι το πιο κοντινό
κομμάτι της συλλογής στο ύφος του Debussy. Τελικά, το
La Vallée des cloches ολοκληρώνει το κύκλο των Miroirs με τον πιο ιμπρεσσιονιστικό τρόπο (Stuckenschmidt, 1968,
σ. 84-85).
Η Alborada del gracioso και τα άλλα Miroirs
Σε αυτά τα πέντε κομμάτια, ο συνθέτης επιτρέπει στον εαυτό του πολλές εκφραστικές ελευθερίες και κάνει χρήση ενός εντελώς νέου στυλ για την εποχή, το οποίο είναι απολύτως σύμφωνο με το πνεύμα των Apaches (Roland-Manuel 1947, σ. 41.).
Οι Miroirs παρουσιάζουν μια δομή η οποία χαρακτηρίζεται από ευελιξία εναλλαγής στυλ. Ο ρυθμός δεν είναι σταθερός και αλλαγή τονικοτήτων είναι συνεχής. Η αρμονικές συνδέσεις είναι τολμηρές και πρωτόγνωρες για την εποχή. Ξεπερνά τις όποιες προσδοκίες είχε δημιουργήσει η εκπληκτική Habanera του 1895. Ωστόσο, ο Ravel δεν χρησιμοποιεί όλα αυτά τα μουσικά μέσα για τη δημιουργία “μιας μουσικής για τη μουσική”, ενός αφηρημένου είδους τέχνης που να περιορίζεται στην αισθητική απόλαυση των ήχων, αλλά αντίθετα επιστρέφει σε ένα σημείο αναφοράς, σε μια συγκεκριμένη τονικότητα (Roland-Manuel 1947, σ. 41 - 42).
Αν και εκ πρώτης όψεως, κάποια από τα Miroirs φαίνονται δύσκολα τεχνικά, είναι εξίσου δύσκολο να κατανοηθούν μουσικά. Ακόμα και οι πιο αφοσιωμένοι οπαδοί του Ραβέλ είχαν διχαστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα για τη μουσική ποιότητα και ειλικρίνεια των Oiseaux Tristes. Μέχρι και σήμερα, πολλοί πιανίστες αποφεύγουν να τα συμπεριλάβουν στα προγράμματα τους, κρατώντας στο ρεπερτόριό τους μόνο το Alborada del gracioso, το πιο διάσημο κομμάτι της συλλογή (Roland-Manuel 1947, σ. 42).
Ο τίτλος Alborada del gracioso συνήθως μεταφράζεται ως το “Πρωινό τραγούδι του γελωτοποιού”, αφού ο gracioso ήταν ο γελωτοποιός των νοικοκυριών στις κλασικές ισπανικές κωμωδίες των Calderón και Lope de Vega, χαρακτήρας αντίστοιχος με τον ελληνικό Καραγκιόζη (Stuckenschmidt, 1969, σ. 83-84).
Η Alborada,
με πολλούς τρόπους, διαφέρει από τα άλλα κομμάτια των Miroirs. Πρώτα από όλα,
είναι προφανές το ισπανικό χρώμα του, που το καθιστά μοναδικό μεταξύ των άλλων,
πιο ατμοσφαιρικών, γαλλικών στο ύφος κομματιών. Όσο για τον ίδιο το Ravel, παρά
το γεγονός ότι ήταν Γάλλος, η ιδιοσυγκρασία του, το χιούμορ, η έκφραση
και η τεχνική του, είναι όλα διαφορετικά από τα γαλλικά πρότυπα, με το
ταμπεραμέντο του να είναι πολύ πιο οξύ από τους σύγχρονους του Faure και
Debussy. Πέρα από την αγάπη του για οποιοδήποτε μηχανικό δημιούργημα, την οποία
κληρονόμησε από τον Ελβετό πατέρα του, μηχανικό και εφευρέτη, το στοιχείο που
είναι περισσότερο εμφανές στο μουσικό χαρακτήρα του Ravel, είναι η
έντονα βασκική, αλλά και ισπανική πολιτιστική κληρονομιά, την οποία του κληροδότησε
η μητέρα του (Stuckenschmidt, 1969, σ. 83).
Ακόμη,
είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ενώ στα άλλα κομμάτια, ο Ravel δίνει
τίτλους που αφορούν σε πουλιά, καμπάνες, νυχτοπεταλούδες και μια βάρκα στον
ωκεανό, στο συγκεκριμένο κομμάτι χρησιμοποιεί μια ανθρώπινη φιγούρα, έναν
ιδιαίτερο χαρακτήρα στην ισπανική κωμωδία, έναν γελωτοποιό, ο οποίος προσπαθεί
να ξυπνήσει την αγαπημένη του με ένα πρωινό ερωτικό τραγούδι. Η όλη ιδέα είναι
ενδεικτική του ύφους του Ραβέλ, αλλά και του χιούμορ και της ειρωνείας που
διέπουν τη μουσική του σκέψη. Ο ερωτευμένος νέος του Ραβέλ δεν αποδίδεται
όμορφος και τέλειος, όπως θα συνέβαινε με την αναπαράσταση κάποιου αγάλματος
της κλασικής Ελλάδας. Αντίθετα, είναι ένας γελωτοποιός που προσπαθεί να
εκφράσει τον έρωτα του με ξεχωριστό και πολλές φορές παράδοξο τρόπο, αδέξια και
περίεργα και ίσως τελικά για αυτό, αξιαγάπητα.
Όσον αφορά την ατμόσφαιρα του έργου, χρησιμοποιείται ένα ευρύ φάσμα εφέ με τον πιο απαιτητικό τεχνικά τρόπο, ώστε να προκύψουν πολύ διαφορετικές ηχητικές εντυπώσεις στον ακροατή, από ότι στα άλλα Miroirs. Ο James επισημαίνει τη χρήση από μέρους του Ραβέλ της τεχνικής του Ιταλού συνθέτη Domenico Scarlatti. Ο συνθέτης χρησιμοποιεί συνειδητά το μουσικό ιδίωμα του Scarlatti και το αποτέλεσμα είναι ένας ισπανικός χορός γεμάτος ένταση, πολλά κιθαριστικά μουσικά στοιχεία και εκφραστικές, όσο και χιουμοριστικές μελωδίες. Ταυτόχρονα, συνθέτει μουσική για πιάνο, στα δεξιοτεχνικά πρότυπα του Liszt. Η χρήση staccato, οι επαναλαμβανόμενες νότες και τα μονά και διπλά glissandi καλλιεργούν ένα κλίμα διαρκώς κλιμακούμενου ενθουσιασμού. Η χρήση του πεντάλ είναι πολύ περιορισμένη, με σκοπό ο ήχος να είναι λιγότερο υγρός, προς μίμηση της κιθάρας στο flamenco.
Ο Scarlatti
μετανάστευσε στις αρχές του 18ου αιώνα στην Ισπανία, όπου και έγραψε
εκατοντάδες σονάτες για τη Maria Barbara, τη Βασίλισσα της Ισπανίας. Σε αυτές
τις σονάτες, ο Scarlatti ανέπτυξε νέες για την εποχή τεχνικές που περιελάμβαναν
επαναλαμβανόμενες νότες, περάσματα με διπλές νότες, τρίλιες και διασταυρώσεις
των χεριών (James, 1987, σ. 45).
Ήταν ένας από τους ανθρώπους που συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη της τεχνικής των πληκτροφόρων οργάνων γενικά. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της τεχνικής του Scarlatti ωστόσο, είναι το ισπανικό χρώμα που φέρει. Φαίνεται πως ήταν συχνά σκοπός του να δημιουργεί εφέ που παραπέμπουν στη κιθάρα και στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αυτή παίζεται. Η ρυθμική κίνηση, η μελωδία, πλούσια διανθισμένη με στολίδια και η αυτοσχεδιαστική αίσθηση που υπάρχει στις σονάτες του, είναι χαρακτηριστικό της ισπανικής μουσικής (Kennedy, 1996, σ. 640).
Στον αντίποδα, τα υπόλοιπα κομμάτια των Miroirs ακολουθούν την γαλλική μουσική παράδοση της εποχής, εκμοντερνισμένη, με τέτοιο τρόπο ώστε να καθιερώνει ένα νέο στυλ μουσικής για πιάνο. Στα υπόλοιπα κομμάτια των Miroirs, η διάθεση είναι σαφώς μελαγχολική ή στοχαστική, ενώ από την άλλη μπορούμε να παρατηρήσουμε ξεκάθαρα τη ζωντάνια, τη φρεσκάδα και την ικμάδα, από τις οποίες ξεχειλίζει η Alborada.
Το βασικό
στοιχείο που μπορούμε να εντοπίσουμε στην Alborada,
περισσότερο από ότι σε οποιαδήποτε άλλο κομμάτι του Ravel για
πιάνο, είναι ένα μείγμα των διαφορετικών τάσεων μέσα του:
η βασκική καταγωγή του, από τη μεριά της μητέρας και η
παθιασμένη ιδιοσυγκρασία που απορρέει από αυτήν, κυριαρχεί στο
χαρακτήρα του κομματιού, οι στιγμές της γαλλικής ιμπρεσιονιστικής ευαισθησίας, ιδιαίτερα στο
μεσαίο τμήμα, έρχονται σαν φόντο, πίσω από το
μοναχικό, αργόσυρτο ισπανικό τραγούδι, που είναι η
κύρια μελωδία και ο ελβετικός μηχανιστικός τρόπος σκέψης
(επιρροή του πατέρα του), θέτει σε κίνηση όλο το κομμάτι, επιβάλλοντας αυστηρό ρυθμό
και πολύ συγκεκριμένα tempi. Είναι αυτό
το μείγμα που κάνει το κομμάτι τόσο ιδιαίτερο και
ξεχωριστό από τα άλλα Miroirs, αλλά επίσης δημιουργεί
μια ισορροπία μεταξύ τους, βοηθώντας στην ολοκλήρωση, την
τελείωση του έργου και καθιστά τα Miroirs τόσο
ενδιαφέροντα ως σύνολο. Τέλος, εξηγεί γιατί το Alborada del gracioso είναι τόσο αγαπητό μεταξύ των φίλων της μουσικής του Ravel και
επίσης γιατί περιλαμβάνεται τόσο συχνά στο πιανιστικό ρεπερτόριο.
Βιβλιογραφία
Ackere, J.
(1957). Maurice Ravel / avant-propos par Roland-Manuel. Bruxelles: Elsevier.
James, B. (1983). Ravel, his Life
and Times. Turnbridge Wells: Midas Books.
Jankélévitch, V. (1956). Ravel.
Paris: Flammarion
Kennedy, M. (1996). Oxford Concise
Dictionary of Music. Oxford: Oxford
University Press.
Larner, G. (1996). Maurice Ravel.
London: Phaidon.
Orenstein, A. (1991). Ravel : man and musician. New York : Dover Publications.
Ravel, Μ. (1906). Miroirs for Solo Piano.
London: Edition Peters
Roland-Manuel, Α. (1947). Maurice Ravel. London: Dobson.
Stuckenschmidt, H. (1969).Maurice Ravel.
Variationen über Person und Werk. English Maurice Ravel : variations on his
life and work. London : Calder & Boyars.
Ιστοσελίδες
Abraham, G. "Calvocoressi,
Michel-Dimitri." In Grove Music Online. Oxford
Music Online, http://www.oxfordmusiconline.com/subscriber/article/grove/music/04622 (προσπελάστηκε στις 04/01/2013)
Pasler, J.
"Apaches, Les." In Grove Music Online. Oxford Music Online,
http://ezproxy.rwcmd.ac.uk:2058/subscriber/article/grove/music/51370?q=ravel+apaches&search=quick&pos=7&_start=1#firsthit (προσπελάστηκε στις 08/09/2013)