Καθιερωμένα, μου έγινε το τηλέφωνό για τα χρόνια πολλά. Καθιερωμένα, ανταπάντησα την επόμενη. Και όπως κάθε χρόνο, σε γιορτή ή γενέθλια, ξαναβρέθηκα με τα ίδια άτομα. Ίσως κάπως λιγότερα φέτος.
- Χρόνια πολλά! Κανω να αγκαλιάσω και να φιλήσω. Ο Νίκος τραβιέται. Κατάλαβα...
- Μην βγάζεις παπούτσια.
- Είναι λερωμένα.
- Θα πάω να πάρω μπύρες.
- Περίμενε, τα ξαναφοραω και έρχομαι μαζί σου.
Περπατάμε. Τον κοιτάζω. Με κοιτάζει. Κουτσαίνει.
- Πρέπει να έχω μηνίσκο. Με ξαναπιάσει.
- Πρέπει να πονάει πολύ!
- Κανονικά δεν κάνει να περπατάω.
- Άσε, θα πάω εγώ.
- Όχι ρε, το έχω.
Ειλικρινά, δεν το έχει. Παλιά δεν μπορούσε να τρέξει μετά τον τραυματισμό του. Τώρα δεν μπορεί ούτε να περπατήσει καλά. Αφέθηκε κι άλλο. Πολλά κιλά...
- Τι μαλακες, δεν σταματάει κανένας!
Κάποιος σταματάει...
- Α, επιτέλους κι ένας. Μαλλον δεν θα 'ναι Έλληνας.
Τον ξανακοιταζω.
Μπαίνουμε στο μαγαζί.
- Καλησπέρα, θελετε βοήθεια;
- Είμαστε εντάξει, λέει ο Νίκος κι εγώ αναρωτιέμαι αν είναι όντως σίγουρος.
Αδειάζει τις μπύρες από το πάνω ράφι, αγοράζει ένα μπουκάλι ρούμι και μπακαρντι.
- Εσυ τι θα πιεις;
- Νερό, ευχαριστώ.
Γυρίζουμε σπίτι και αναρωτιέμαι πού πήγαν τα γέλια μας, ο χαβαλες και η χαρά μας.
- Να δούμε κανένα βιντεάκι;
- Ναι, βάλε luben.
- Θα βάλω για ΟΠΕΚΕΠΕ.
Κι όντως βάζει και γελάμε. 42 χρόνια τα ίδια χάλια με άλλους πρωταγωνιστές. Από τη μία οι άριστοι, από την άλλη οι επαναστάτες. Σπουδαίες φάρες κι οι δυο.
Σε λίγο φτάνει η παραγγελία. Μαζί κι ο κουμπάρος. Το τρίο Στουτζες ολοκληρώθηκε.
Κανονικά δεν πρέπει να ακουμπήσω τίποτα. Τρώω μια μακαρονάδα δίχως αλάτι, μεγάλη επιτυχία. Μετά τσιμπάω και λίγη πίτσα, τα έχω χάσει εντελώς...
- Γιατί άργησες;
- Είχε δουλειά κέντρο. Έχουν κλείσει οι αγρότες, κάνουν απεργία και τα μέσα...
- Βγήκε το μεροκάματο.
- Ναι μωρέ!
Τα βιντεάκια δεν του αρέσουν και καταλήγουμε να παίζουμε playstation. Στα 42 μας. Ένας χωρισμένος και πικραμένος, ένας απογοητευμένος - χτυπημένος και ένας νέος πατέρας, αλλά όχι και τόσο. Η επιτομή της μιζέριας.
Μα είμαστε εμείς. Κάποτε ήμαστε αλλιώς. Κάποτε οι βραδιές τραβούσαν μέχρι αργά και περνούσαμε ωραία. Πίναμε, τραγουδούσαμε και αναλύαμε τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, καθώς η νύχτα κυλούσε αργα, δίχως να φτάνει ποτέ στα αλήθεια το πρωί. Πως γίναμε έτσι;
- Παιδιά θα τη κάνω. Η μπουμπού με περιμένει.
- Έγινε ρε μορτη.
Κάνω να αγκαλιάσω το Νίκο. Ξανακάνει πίσω.
- Καλό βράδυ.
- Έγινε ρε.