Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024
From black to white
Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024
Το χαρτονόμισμα
Σε μια γυάλινη προθήκη, δίπλα σε άλλα, πολύτιμα αντικείμενα ήταν τοποθετημένο ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. Προσεκτικά φυλαγμένο, το χαρτονόμισμα φαινόταν άψογα διατηρημένο. Ήταν κάποτε η ανταμοιβή κάποιου.
Ήταν το χαρτζιλίκι της μάνας στο παιδί της για να περάσει την εβδομάδα του. Για να αγοράσει εισιτήρια λεωφορείου, μια τυρόπιτα και δύο τσίχλες. Και που ξέρεις, μπορεί να έμεναν και λίγα κέρματα μετά...
Ήταν το δώρο μια θείας στο ανιψι της για να πιει μια μπύρα, αφού την ρώτησε τι κάνει, αν είναι καλά και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Κι ύστερα το μάγουλο κοκκίνισε και τα μάτια δακρυσαν. Μα γιατί κλαίει η θεία;
Ήταν το ένα από τα χαρτονομίσματα που έλαβε ο έφηβος στα χέρια του για ένα μήνα δουλειάς στο εργοστάσιο ηλεκτρικών συσκευών. Δεν είχε ξαναπιάσει ποτέ τόσα λεφτά στα χέρια του! Του φαίνονταν τόσα πολλά! Τι θα μπορούσε να τα κάνει άραγε;
Ήταν το πουρμπουάρ σε ένα σερβιτόρο γιατί ήταν πολύ εξυπηρετικός με τους πελάτες.
- Μα σας παρακαλώ, είναι πάρα πολλά!
-Δεν πειράζει παλικάρι μου, εμείς σε ευχαριστούμε!
Ο νεαρός σερβιτόρος έβγαλε πάλι φτερά στα πόδια και ποιος ξέρει πόσο μακριά θα πετάξει;
Ήταν στην πληρωμή του δασκάλου για το μάθημα που έκανε σε ένα μικρό κοριτσάκι, ενώ γύρω ο κόσμος κατέρρεε.
- Ορίστε κύριε!
Τα χεράκια της κρατούσαν 15 ευρώ που πολύ τα χρειαζόταν ο δασκαλακος. Άπλωσε το χέρι να τα πάρει. Τα ντουβαρια, το φως καταρρέουν σε αυτό το σπίτι και πέφτει μαυρίλα που σκοτώνει. Κλείνει τα μάτια.
Το άπλωσε τελικά;
Είναι η χαρτουρα από το πανηγύρι και το γάμο που του έριξε ένας μπάρμπας μέσα στο πουκάμισο. Τον ενοχλεί καθώς παίζει. Δεν θέλει να βρίσκεται εδώ και η θέση του είναι αλλού, μπροστά σε ένα πιάνο, παρέα με μαγικούς ήχους, με ήχους που λένε κάθε φορά και μια διαφορετική ιστορία.
Τέλος, είναι άλλο ένα χαρτονόμισμα μέσα σε ένα μασούρι από άλλα χαρτονομίσματα, μεγάλα, μικρά, αδιάφορα που κανείς λογικός δεν θα μπορούσε να τους δώσει σημασία.
Το χαρτονομισμα, που με το πέρασμα του χρόνου έχανε την αξία του, ήταν εκεί, διαθέσιμο, κρυμμένο πισω από μια γυάλινη προθήκη. Ήταν μόνο πέντε ευρώ και ορισμένες ώρες τις ημέρας μπορούσε να αγοράσει όλον τον κόσμο. Ήταν μόνο πέντε ευρώ και γυαλιζε σαν χρυσάφι που περιμένει να εξορυχθει. Ήταν μόνο πέντε ευρώ, μα πραγματικά, δεν μπορούσε να ξοδευτεί ποτέ.