Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

From black to white

Χαϊδεύω τα πλήκτρα του πιάνου. Μια απαλή αίσθηση που διακόπτεται από τις στρογγυλεμένες γωνίες τους. 

Τριάντα χρόνια επαφής και λατρείας με το θηρίο που στέκει ατάραχο και στιβαρό στο βάθος, μετρώντας με καθημερινά, κρίνοντας και δικάζοντας την κάθε στιγμή μου. Αθώος ή ένοχος απέναντι στη μουσική, μα τελικά απέναντι στην ζωή. 

Άσπρο, μαύρο.

Οι νότες χάνονται καθώς φυσά ο άνεμος της κάθε στιγμής και παρασέρνονται στο ποτάμι του χρόνου με αυτό το ασημένιο, γυαλιστερό νερό  στην πανσέληνο, που είναι έξω από εμένα.

Οι νότες ξαναζωντανεύουν, καθώς τα παιδιά μου επιχειρούν να ανακινησουν τα νερά και να αδράξουν την ημέρα. Κι αλήθεια, μέχρι που φτάνει η αγάπη του δασκάλου; Γίνομαι ξανά μαθητής της μουσικής και γυρίζω πίσω, στην εποχή που είχα άγνοια κινδύνου. Εκεί που δεν υπήρχε όχι, μη και ίσως. 

Δεν φοβάμαι. Πιστεύω στα φτερά μου. Χρωματίζω τις ημέρες μου και δίνω και στους γύρω μου μπογιά που δε σβήνει, ούτε λερώνει. Χορεύω στο ρυθμό της ζωής κι όταν σκοντάφτω, ξαναβρίσκω τα βήματα. 

Οι νότες είναι εκεί, τυπωμένες με μαύρο μελάνι στο χαρτί και περιμένουν να γίνουν μουσική.

Πώς να μην τις τιμήσω;

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Το χαρτονόμισμα

 Σε μια γυάλινη προθήκη, δίπλα σε άλλα, πολύτιμα αντικείμενα ήταν τοποθετημένο ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. Προσεκτικά φυλαγμένο, το χαρτονόμισμα φαινόταν άψογα διατηρημένο. Ήταν κάποτε η ανταμοιβή κάποιου.

Ήταν το χαρτζιλίκι της μάνας στο παιδί της για να περάσει την εβδομάδα του. Για να αγοράσει εισιτήρια λεωφορείου, μια τυρόπιτα και δύο τσίχλες. Και που ξέρεις, μπορεί να έμεναν και λίγα κέρματα μετά...

Ήταν το δώρο μια θείας στο ανιψι της για να πιει μια μπύρα, αφού την ρώτησε τι κάνει, αν είναι καλά και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Κι ύστερα το μάγουλο κοκκίνισε και τα μάτια δακρυσαν. Μα γιατί κλαίει η θεία;

Ήταν το ένα από τα χαρτονομίσματα που έλαβε ο έφηβος στα χέρια του για ένα μήνα δουλειάς στο εργοστάσιο ηλεκτρικών συσκευών. Δεν είχε ξαναπιάσει ποτέ τόσα λεφτά στα χέρια του! Του φαίνονταν τόσα πολλά! Τι θα μπορούσε να τα κάνει άραγε;

Ήταν το πουρμπουάρ σε ένα σερβιτόρο γιατί ήταν πολύ εξυπηρετικός με τους πελάτες. 

- Μα σας παρακαλώ, είναι πάρα πολλά!

-Δεν πειράζει παλικάρι μου, εμείς σε ευχαριστούμε!

Ο νεαρός σερβιτόρος έβγαλε πάλι φτερά στα πόδια και ποιος ξέρει πόσο μακριά θα πετάξει;

Ήταν στην πληρωμή του δασκάλου για το μάθημα που έκανε σε ένα μικρό κοριτσάκι, ενώ γύρω ο κόσμος κατέρρεε. 

- Ορίστε κύριε! 

Τα χεράκια της κρατούσαν 15 ευρώ που πολύ τα χρειαζόταν ο δασκαλακος. Άπλωσε το χέρι να τα πάρει. Τα ντουβαρια, το φως καταρρέουν σε αυτό το σπίτι και πέφτει μαυρίλα που σκοτώνει. Κλείνει τα μάτια.

Το άπλωσε τελικά;


Είναι η χαρτουρα από το πανηγύρι και το γάμο που του έριξε ένας μπάρμπας μέσα στο πουκάμισο. Τον ενοχλεί καθώς παίζει. Δεν θέλει να βρίσκεται εδώ και η θέση του είναι αλλού, μπροστά σε ένα πιάνο, παρέα με μαγικούς ήχους, με ήχους που λένε κάθε φορά και μια διαφορετική ιστορία.


Τέλος, είναι άλλο ένα χαρτονόμισμα μέσα σε ένα μασούρι από άλλα χαρτονομίσματα, μεγάλα, μικρά, αδιάφορα που κανείς λογικός δεν θα μπορούσε να τους δώσει σημασία.

Το χαρτονομισμα, που με το πέρασμα του χρόνου έχανε την αξία του, ήταν εκεί, διαθέσιμο, κρυμμένο πισω από μια γυάλινη προθήκη. Ήταν μόνο πέντε ευρώ και ορισμένες ώρες τις ημέρας μπορούσε να αγοράσει όλον τον κόσμο. Ήταν μόνο πέντε ευρώ και γυαλιζε σαν χρυσάφι που περιμένει να εξορυχθει. Ήταν μόνο πέντε ευρώ, μα πραγματικά, δεν μπορούσε να ξοδευτεί ποτέ.