Απόψε άκουσα έναν μεγάλο πιανίστα. Πήγα μετά και του έσφιξα το χέρι. Πέρασε ο χρόνος νερό.
Νοέμβριος του '14. Τον ακούω να παίζει Μπετόβεν με την ορχήστρα. Κάνει αρκετά λάθη. Παίζει όμως κι ένα Νυχτερινό μετά και είναι πανέμορφο.
Νοέμβριος του '16. Διευθύνει την ορχήστρα και παίζω εγώ πιάνο. Μου λέει να μην τον κοιτάω και να παίξω σόλο. Μα η ορχήστρα κάνει πολλά λάθη. Αλλά το βρίσκουμε από ένα σημείο και μετά και παίζουμε ωραία μαζί.
Μάρτιος του '24. Τον ακούω ξανά στο φεστιβάλ. Παίζει μόνο Σοπέν και η χρυσόσκονη είναι εκεί. Αλλά δεν έχει σταθερά δάχτυλα για να την απλώσει. Η ευαισθησία, η ομορφιά, η μουσικότητα, όλα εκεί. Όλα εκτός από τα χέρια.
Τελειώνει η συναυλία και αναρωτιέμαι: καλύτερα που έπαιξε ή καλύτερα να μην έπαιζε;
Μια ανάγκη με σπρώχνει να παίξω. Δε πρέπει να μείνω άλλο εκτός. Χρειάζομαι αρκετές βραδιές ακόμη που να θυμάμαι με νοσταλγία όταν έρθει η φθορά του χρόνου. Και τότε η μουσική θα είναι ένα με τον μετρονόμο και με σκόρπιες νότες που θα φοβάμαι να πειράξω, μήπως και αλλάξει η μοίρα της μουσικής.
Τα χρώματα δεν αλλάζουν.