Το βαλς της ζωής, η θεωρία των πάντων...
Ο νους που ψάχνει λύση κι απαντήσεις, μα δεν βρίσκει παρά μόνο αδιέξοδα και κλειστές πόρτες.
Πώς;
Γιατί;
Πότε;
Η ζωή σαν πνευματικό σκαλοπάτι για το Ύστερα, το Ανώτερο και το Υπέρτατο. Δεν θα έπρεπε η ζωή να είναι τόσο σύνθετη, μα είναι.
Άλλη μια φορά κλείνοντας τα μάτια, αναζητώντας τρόπους να ξεκλειδώσεις το μυαλό σου.
Φτάνεις εκεί, ανάμεσα στα μάτια, χτυπάς δυνατά σε μια χρυσή πόρτα, με την κρυφή ελπίδα κάποιος να ανοίξει. Και περιμένεις!
Η πόρτα όντως ανοίγει κι εσύ βρίσκεσαι σε έναν θάλαμο με ημίφως. Ισα-ισα ψαχουλευεις τα αντικείμενα, προσπαθώντας να εντοπίσεις την πραγματική υφή και ουσία των πραγμάτων. Κάποια τα βρίσκεις. Κάποια άλλα όχι. Δε πειράζει. Μέσα στο σκαμπό από το πιάνο βρήκες ένα κλειδί. Κράτα το.
Στο τέλος της διαδρομής υπάρχει μια μεγάλη, γυριστή σκάλα.
Διστάζεις λίγο, μα ξέρεις ότι πρέπει να την περπατήσεις. Κι αρχίζει η ανάβαση.
Είναι μακριά η σκάλα αγόρι μου! Υπομονή και σταθερό βήμα. Δεν σου μένει τίποτα άλλο να κάνεις. Ανέβα.
Κι όταν πια φτάσεις εκεί, στο τέρμα της σκάλας, σε μια σκοτεινή, άδεια αίθουσα, ένα παλιό τζάκι θα καίει. Θα σε φωτίζει και θα σε ζεσταίνει. Άκου το θόρυβο από τα ξύλα που σκανε στη φωτιά...
Στη μέση της αίθουσας, καθισμένος στο πάτωμα είναι ο Ανώτερος Εαυτός. Αυτός ο μπαρουτοκαπνισμενος, σοφός πολεμιστής στον οποίο μεταμορφωνεσαι οπότε είναι απόλυτη ανάγκη. Γιατί δεν είσαι έτσι συνέχεια; Γιατί κρύβεσαι από τη δύναμη σου; Γιατί επιλέγεις να είσαι αδύναμος; Ποιο στοιχειό σε κρατάει πίσω παλικάρι μου;
Πάνω στον τοίχο υπάρχει μια επιγραφή σε ξένη γλώσσα. Πρέπει κάποτε να την σπάσεις στην μέση με μια γροθιά! Μην αργείς, τελειώνει η ζωή σου! Είναι η κατάρα σου. Αυτή που έριξες στον εαυτό σου.
Κάθεσαι στο πάτωμα και κοιτάς αυτόν τον άνθρωπο. Φοράει μια αρχαία στολή και έχει κλειστά τα μάτια. Προσεύχεται. Όλη η πλάση σου ζητά να τον ρωτήσεις ότι θες. Διστάζεις πάλι. Μα όταν κάνεις την ερώτηση σου, ανοίγουν οι ουρανοί και η άβυσσος!
Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Που αρχίζει και που τελειώνει; Τι είναι το Ύστερα και που πηγαίνουμε; Αξίζει όλος αυτός ο δρόμος;
Και απαντά με τρεις στίχους, όπως του ταιριάζει. Χαϊκού.
Σου τα λέει όλα, μα δεν προλαβαίνεις να ακούσεις. Ποιος ξέρει, ίσως την επόμενη φορά προφτάσεις περισσότερα.
Σήκω, φεύγουμε. Και μην ανησυχείς, θα επιστρέψεις εδώ οπότε χρειαστεί. Πάρε την ευαίσθητη ειρήνη σου και προχώρα μακριά. Μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά.