Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Σε ένα σκοτεινό μέρος

 Ξάφνου, τέλος.

Το τηλέφωνο χτύπησε και η Δέσποινα μου έλεγε το αδιανόητο. Έφυγες. Εντελώς απροσδόκητα, εξαφανίστηκες για πάντα.

Με το αμάξι μπερδεύτηκα εκατό φορές μέχρι να φτάσω στη Δέσποινα. Χάος. Η Δέσποινα έκλαιγε. Η Δέσποινα ήταν χαμένη. Από τους δύο, ήμουν ο πιο ψύχραιμος. Μεγάλη επιτυχία.

Φτάσαμε στο σπίτι σου. Ανεβήκαμε τα σκαλιά και αντίκρισα την κόρη σου. Χαίρω πολύ μου είπε. Συλλυπητήρια της απάντησα. Ήταν περίλυπη και σοκαρισμένη. Είχε ανάγκη τη Δέσποινα.

Παραμέσα, ο άντρας σου. Ο πρώην άντρας. Αυτός, ο εθισμένος. Αυτός που έσπερνε τον τρόμο. Αυτός, που βρήκε άλλη. Αυτός, που σε παράτησε για να μείνει μαζί της. Αυτός, που όταν τον σουταρε η γκόμενα, έγλειψε τις πληγές του και άρχισε να σε τριγυρίζει πάλι.

Αυτό το απομεινάρι, που όταν έκατσα δίπλα του εκνευρίστηκα με την ψυχραιμία του. Με την απάθεια του. 

Μου είπαν πως μετά είπε μπροστά στους άλλους πως αυτός έπρεπε να φύγει. Ναι, μεγάλα λόγια. 

Μαλακίες φίλε! Έπρεπε να είχες φύγει χρόνια πριν από την ζωή της! Ίσως έτσι να είχε σωθεί!

Εσύ, η σκληρή επιφανειακά. Εσύ που γινοσουν αλοιφή για τα παιδιά σου και τα σκυλιά σου. Που ήσουν ευαίσθητη σαν κοριτσάκι. Εσύ, που εσκεμμένα παραμελησες την υγεία σου. Εσύ, που μου θυμίζεις επικίνδυνα τον εαυτό μου.

Κι όταν ήρθαν να σε πάρουν από το σπίτι εκείνο το πρωινό, λες και ήταν γραμμένο για ταινία, σε κοίταξα και καθώς σε βάζανε στο φορείο και έκλειναν την σακούλα, ένα ακορντεόν άρχιζε να παίζει από κάτω κάποιον λυπημένο σκοπό. Δε πίστευα ότι θα το ζήσω κι αυτό. Ποιητικός σουρεαλισμός. Από την άλλη, εσύ δεν ήθελες να ζήσεις. Γιατί βρε Γκαμπι μου; Έμοιαζες με κοριτσάκι, έτσι ήρεμη που κοιμόσουν. 

Αργότερα ήρθαν κι οι άλλοι και καταλήξαμε σε ένα καφέ στη γωνία από το σπίτι σου. Είπα τις πιο μεγάλες χοντράδες που μπορούσα για αστεία. Κι όμως, μετά από λίγο ήταν ξανά βαριά η ατμόσφαιρα. Κανείς δεν μιλούσε, λες και μας είχαν σπάσει στο ξύλο και απλά δεν είχαμε περιθώριο για άλλες αντιδράσεις. Το βουβό τραπέζι. Απλά καθόμασταν και κοιτούσαμε.

Σοκ.

Δύο μέρες μετά ήρθαμε στη κηδεία σου. Κάποιοι δακρυσαν, κάποιοι έκλαψαν, κάποιοι σε χαιρέτισαν. 

Και τώρα έμεινε η κόρη σου και η Δέσποινα. Ανάβουν συνεχώς κεριά στη μνήμη σου. 

Τα κεριά τους δεν σβήνουν. 


Άραγε, θα ανάβει κάνεις κεριά και για εμένα;