Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Έξι μικρές ιστορίες.

Ι.


Ήσουν μικρός μικρέ μου και μεγάλωσες. Παιδάκι ακόμα σε θυμάμαι να μπαίνεις στην τάξη με ένα αθώο, αφελές χαμόγελο. "Γεια σας" λες και  οι λέξεις μετριούνται καθώς  ανεβαίνουν. Προσπαθείς και μαθαίνεις όσο μπορείς, αλλά τόσο αργά. Χαμογελάς πάλι, προσπαθείς ξανά. Ξανά. Και ξανά. Άλλα κάπου κολλάς. Κολλάει και το χαμόγελο σου. Εμφανίζεται δειλά σαν τον ήλιο σε συννεφιασμένη  ημέρα.

Ύστερα περνάει ένας χρόνος, αληθινά πολύς καιρός. Η προσπάθεια ίδια, το χαμόγελο αλλάζει σιγά-σιγά. Κουράζεσαι. Κι ο ήλιος σου σκοτεινιάζει. Άρχισες κι όλας να αλλάζεις. Φουσκώνεις. Θα είναι από τα φάρμακα. Φαρμακώνομαι που το σκέφτομαι. Μεγαλώνεις και μαζί ο θυμός σου. Τον αισθάνομαι, τον βλέπω. Θυμώνεις. Δεν ξέρεις τι σου φταίει. Ενώ εγώ νομίζω πως ξέρω και δεν μπορώ να σου πω... Μια ηλιαχτίδα χαμόγελου  σου θέλω να βγάλω κάθε φορά που σου δείχνω την θάλασσα της μουσικής. Δεν βουτάς χωρίς σωσίβιο κι ίσως η οργή σου όσο θεριεύεις, μεγαλώσει και πνίξει σπίτια και ψυχές που είναι ήδη κάτω στον βυθό.  Μα είναι πίκρα, όχι θυμός, σκέφτομαι καθώς πετάω σε νότες. Άσε με να στις δείξω. Δείξε μου πως αντέχεις όλη αυτήν την πίκρα!



ΙΙ.

Ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις. Έχεις ένα μετρημένο χαμόγελο. Είσαι αποφασισμένη. Γεια σας, λες, με λένε Ηλιαχτίδα και θέλω να χρωματίζω σκέψεις. Με αφήνεις αποσβολωμένο. Νόμιζα πως γίνεσαι δυνατός όταν το αποφασίσεις. Εσύ μοιάζεις να γεννήθηκες έτσι. Σε θαυμάζω καθώς μαθαίνεις να ανακατεύεις τα χρώματα στην παλέτα σου. Κάποια μέρα θα ζωγραφίζεις καλοκαιρινές καταιγίδες και εγώ θα κοιτάζω από ένα υπόστεγο στην άκρη του ορίζοντα τους κεραυνούς να διαλύουν ψευδαισθήσεις και είδωλα. Δικά μου θα είναι, εσύ θα διαβάζεις τον ουρανό. Μα θέλω να σου πω να μην βιαστείς να ψάξεις την βροχή! Πρόσεχε, αυτές οι σταγόνες καίνε! Δεν θα με ακούσεις. Ούτε εγώ  άκουγα.



ΙΙΙ.

Εσύ ήσουν το πιο χαρούμενο λουλούδι του κάμπου! Χαρούμενα και τα τραγούδια σου! Ευτυχώς, χαμογελάς συνέχεια! Ανεβοκατέβαινε τις σκάλες! σου λέμε με ύφος προστακτικό... Χαμογελάς άλλη μια φορά κι όταν ξεκινάς, αφήνει δεξιά και αριστερά χρώματα το γέλιο σου! Συνέχισε να λες τον δικό σου σκοπό και μην ακούς τι σου λέμε. Ξέρεις περισσότερα από εμάς.



IV.

Ένα χαριτωμένο ποντικάκι είσαι. Τρομαγμένο, μα τόσο χαριτωμένο! Από την πρώτη μέρα που πάτησες άσπρα και μαύρα πλήκτρα, έβλεπα τα δαχτυλάκια σου να πηγαίνουν πάνω-κάτω κι έτρεμαν. Ήθελα να σου δώσω θάρρος και δεν τα κατάφερνα πουλάκι μου! Κι ο Θεός ο ίδιος θα δυσκολευόταν. Που να 'ξερα πως βίωσες τέτοια απώλεια; Μικρό μου ποντικάκι, που όταν φωνάζεις ίσα που σε ακούω. Τα λόγια σου είναι ψίθυρος από δροσερό αεράκι κάθε φορά  που μιλάς. Στήνω αυτί προσεκτικό, θέλω να ακούσω την σοφία που έχεις να προσφέρεις.



V.

Ευγενική φυσιογνωμία, μια κοπέλα αρχοντική, ψηλή, λεπτή και ντροπαλή. Φυσούσες, ξεφυσούσες και κοκκίνιζες πριν από κάθε σου λέξη και πράξη. Μην αγχώνεσαι είπα, κι αμέσως συνέχισες να αγχώνεσαι. Χαμογελούσες και στο έκλεβε και το χαμόγελο αυτό το σφίξιμο. Λυπόμουν κι όπως σχεδόν πάντα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Είμαι ένας κομπογιαννίτης γιατρός χωρίς μαντζούνια. Δεν κάνω θαύματα, ούτε είμαι δάσκαλος πραγματικός, μόνο προσπαθώ να δίνω καλές συμβουλές. Μόνη σου, σου είχα πει,  θα βρεις ελευθερία από αυτήν την σκλαβιά. Και μια μέρα απλά ξύπνησες, πήρες φόρα και τα σάρωσες όλα. Το σφίξιμο είναι εκεί, αλλά πια θαυμάζω την μουσική σου. Καμιά φορά ξεχνιέμαι όταν σε ακούω να παίζεις. Στιγμές-στιγμές είσαι ήδη συνάδελφος. Πιο πολύ, θυμάμαι τον μικρό Σάββα.


VI.

Εσύ είσαι το αστέρι που κρυβόταν ή το κρύβανε πίσω από το φεγγάρι. Γεννήθηκες την σωστή στιγμή και έτυχε να περνάω από κοντά σου για να γίνω για λίγο ο δάσκαλος σου. Αφού καθάρισες την ομίχλη γύρω σου, άρχισες να λάμπεις όλο και περισσότερο. Είσαι αυτόφωτη και δεν θα μας χρειαστείς για πολύ ακόμα. Ετοιμάσου να δεις ταξίδια σε άλλους γαλαξίες. Κι όταν φτάσεις, βάλε καρδιά και λάμψε περισσότερο από όλους. Και χαμογέλα!