Την Κυριακή που μας πέρασε ήμουν ξανά στην πόλη που γεννήθηκα, την Δράμα. Όνομα εύκολο για συνειρμούς...
Ήμουν εκεί για το μνημόσυνο του παππού μου. Πριν μερικές ημέρες, 9 περίπου, έγινε η κηδεία του.
Αυτή η εικόνα μου ράγισε την καρδιά.
Ο πραγματικός σουρεαλισμός ήταν το βράδυ πριν την φετινή μου συναυλία με γιαπωνέζικες καρδούλες και ροζ συννεφάκια. Μέτα τα ταξίδια μου εκείνης της ημέρας και τα μαθήματα, επέστρεψα να κοιμηθώ σε ένα άδειο σπίτι. Αυτοί που κατοικούσαν συνήθως εκεί, έμεναν ξάγρυπνοι σε ένα νοσοκομείο. Όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι, είδα από έξω το αναπηρικό καροτσάκι του παππού στο πλάι, να διαγράφεται με σκιές και φως από κάποια μεγάλη λάμπα, πίσω από το μισοκατεβασμένο στόρι. Πραγματικό υλικό για εφιάλτες. Πρώτα παραλύεις, μετά πεθαίνεις.
Ποσες φορες μεσα στην χρονια μου εκανες αστεια; Ποσο ΔΕΝ εχανες το κεφι σου. Ποσο αμηχανος ημουν; Ποσο προσπαθουσα να σε πειραζω πισω;
Κι οταν μαθαμε την διαγνωση, ποσο πιο αμιλητος γινομουν;
"Δεν ειναι καλα τα πραγματα Σαββααα!"
Αλήθεια, τι κουβέντα μπορείς να κάνεις με κάποιον που σιγά-σιγα ωθείται προς την έξοδο; Να τον ρωτήσεις τι κάνει; Μήπως πως πάνε τα κέφια; Πως αισθάνεται; Να του ζητήσεις να σου πει καμιά ιστορία για τότε ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΑΛΑ;
Απεφυγα αυτα τα ναρκοπεδια και η κουβεντα πηγαινε στην πολιτικη κατασταση, τους αλητες που μας κυβερνανε και ισως λιγο σε τηλεοπτικα προγραμματα.
Αμηχανος. Ποσο αμηχανος...
"Να σε παω στα μπεεε;", η ερωτηση στο παιδακι που δεν μπορει ακομη καλα-καλα να διαχωρισει τον ηχο απο αυτο που τον παραγει. "Να με πας παππου!" η απαντηση. Παντα ναι. Ποτε οχι. Παντα μπροστα. Ποτε πισω.
Υστερα ταξιδι σε αλλη χωρα, συμπτωματικα στην χωρα που μας καταδυναστευει, θεωρητικα παντα, και παραμονη αλλα 15 χρονια εκει για δουλεια. Ολα ειναι κυκλος και ο δικος του επαναλαμβανεται σε γνωριμα λημερια. Αλλοι καιροι, αλλα μυαλα. Πολυ φιλοτιμο.
Κι εχουν χαθει τα καλυτερα χρονια που θα μπορουσαμε να ειμαστε παρεα. Κι εχουν χαθει ξανα χρονια που θα ησουνα παρεα με την δικη σου κορη. Ας πουμε χαλαλι κι ας προχωρησουμε.
Οσο περνουσε ο καιρος, πονουσες παντου. Επεφτες και δεν μπορουσα να σε σηκωσω. Με πονουσαν τα βογγητα σου.
Μετα αρχισες να χανεις και την φωνη σου. Στην αρχη ακουγοσουν κουρασμενος, εξαντλημενος. Μετα ησουν απλα αντιλαλος...
Δεν ειχες ανασες και το οξυγονο δεν εφτανε. Η μασκα σου αφηνε μεγαλες πληγες. Και πονουσες κι αλλο. Δεν το ηθελες, αλλα πια δεν μπορουσες αλλιως να αναπνευσεις. Ολα ηταν πιο θολα.
Ξερω, κι η μανα μου θα κλαψει οταν το διαβασει αυτο. Αποψε ομως, επρεπε να γραψω για εσενα. Να στειλω ενα μηνυμα στον ουρανο. Δεν εχω κι αλλον τροπο. Προσευχομαι γραφοντας.
Εζησες μια ζωη γεματη, οπως ηθελες να την ζησεις εσυ κι οπως σου επρεπε εσενα. Στο τελος ησουν μονο ατυχος. Πολυ.
Ησουν και τυχερος ομως γιατι διπλα σου ειχες παντα εναν ηρωα που χαμογελουσε πολυ κι εκλαιγε λιγο. Πολυ πιο λιγο απο οτι θα εκλαιγα εγω. Κι ηταν βραχος ως το τελος. Και σ'αγαπουσε ως το τελος. Χωρις δισταγμο. Κι οταν σου εδινε το κουταλι για να χτυπησεις το καγκελο του κρεβατιου, αν χρειαστεις τιποτα. Δεν μπορουσες να μιλησεις πια παππου. Η αληθεια ομως ειναι οτι δεν μπορουσες ουτε το κουταλι να σφιξεις. Στο εσφιγγε αυτη και χτυπουσατε μαζι τα καγκελα.
Ελπιζω τωρα που το σωμα σου αναπαυτηκε, να βρηκες γαληνη και ξεκουραση.
Οσο για εμενα... δεν εκλαψα παππου, σφιχτηκα μεχρι επανω να μην σπασω. Εχω αλλαξει, θα δεις. Λεβεντης και σαν και εσενα, λιγο Θρακιωτης, αν και πολυ Ποντιος - θυμασαι που τα λεγαμε;
Σε αγαπαμε.