Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Free

Ξύπνησε κι ήταν ακομη βράδυ, μα δεν είχε ύπνο.

Περπάτησε στις μύτες των ποδιών του για να βγει από το δωμάτιο.
 Ετοιμάστηκε αθόρυβα και τα έβαλε όλα σε ένα σακίδιο πλάτης. Κι έφυγε.

Περπάτησε κατηφορικά σε μια ημικυκλική διαδρομή μέσα στα σκοτάδια, με έναν φακό που τρεμοπαιζε. Έπρεπε να κατέβει γρήγορα, χωρίς να τον δει κανείς. 

Έφτασε κάποτε σε μια μικρή αποβάθρα, που το κύμα χάιδευε αργά τις βαρκούλες της. Παρατήρησε καλά τον χώρο γύρω του. Κανείς. Κι έτσι μπήκε στην βάρκα του, έλυσε τα σχοινιά της, έπιασε τα κουπιά και ξεκίνησε.

Ένα μικρό ταξίδι, ενας μικρός Τιτανικός που επιστρέφει εκεί που βούλιαξε για να παρατηρήσει το ίδιο του το ναυάγιο. 

Σε λίγο φαίνονταν μόνο τα κύματα, σκοτεινά καθώς τύλιγαν τη μικρή βάρκα και ήσυχα, σαν να ήθελαν να καθησυχάσουν τους γλάρους που πετούσαν με ανοιχτά τα φτερά γύρω τους. 

Κι όταν έφτασαν στο ναυάγιο, ο νεαρός κι η βάρκα του, είχε έρθει η ώρα για εξαγνισμό. Άνοιξε το σακίδιο του, έβγαλε από μέσα ένα κουτί και το κράτησε στα χέρια του. Το κοίταξε. Ήταν ένα όμορφο, σκαλιστό ξύλινο κουτί. Είχε τα αρχικά του πάνω με καλλιγραφικά γράμματα. Λείο στην αφή, όμορφο στην όψη, με ένα βαθύ καφέ χρώμα, που μισοξεχωριζες κάτω από τις φως του φεγγαριού. 

Το χάιδεψε λίγο. Τι όμορφη αίσθηση!
Μετά το άνοιξε. Μέσα του υπήρχαν δύο μπάλες με κουδουνάκια. Πήρε μια σε κάθε χέρι. Αμέσως, ακούστηκαν μαλακοί μουσικοί ήχοι από τη μακρινή χώρα του Ποτέ. Ήχοι από κουδούνια που τα φυσά ο άνεμος και γαργαλουν τα αυτιά των ανθρώπων. Τα κούνησε λίγο ακόμη. Τι όμορφοι ήχοι! Καθώς έκλεισε για λίγο τα μάτια, του ήρθαν στο μυαλό εικόνες από ένα μικρό καταπράσινο ορεινό μονοπάτι που έσκιζε τα βουνά, μυρωδιές και ήχοι μιας άλλης εποχής, όταν ήταν μικρό παιδί. Μα τι ευλογία!

Καθώς συνέχισε να ψηλαφα τις μπαλες, διαπίστωσε ότι είχαν κάποια χωρίσματα. Τα πίεσε και οι μπάλες σιγά - σιγά άνοιξαν. 

Μέσα τους αντίκρισε δύο μεγάλα, γυαλιστερά, κόκκινα ζάρια. Έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι, λες και είχαν δικό τους φως. Τα κουδουνάκια είχαν  
πια χαθεί.  

Τα έπιασε στα χέρια του και έριξε πολλές φορές τα ζάρια μέσα στο κουτί. Κάθε φορά, αφού έπεφταν, ο αριθμός άλλαζε. Τη μια στιγμή ήταν  άσσοι, την άλλη εξάρες. Οι αριθμοί τους άλλαζαν καθώς τους κοιτούσες, μαζί και το χρώμα των ζαριών, που μια ήταν έντονα κόκκινο, την άλλη πράσινο κι ύστερα κίτρινο, με έντονο φως που σε θαμπωνε. Κι αν τα έπιανες στα χέρια σου, ήταν κι αυτά φανερό πως κάτι είχαν μέσα. Κοίταξε από μια χαραμάδα να δει τι είναι μέσα, μα η εικόνα τον τρόμαξε.

Έβαλε ξανά γρήγορα τα ζάρια μέσα στις μπάλες κι αυτές πάλι μέσα στο κουτί. Το χάιδεψε άλλη μια τελευταία φορά, άπλωσε τα χέρια του και το άφησε να πέσει μέσα στη  θάλασσα.
Καθώς το κουτί χανόταν μέσα στα σκοτεινά νερά, αναστεναξε με ανακούφιση. Είχε τελειώσει.

Αφού έριξε λίγες ματιές για να βεβαιωθεί πως έφτασε στον πάτο, σήκωσε τα μάτια, έπιασε τα κουπιά και ξεκίνησε να επιστρέφει στην ακτή. Έδεσε την βάρκα, πήδηξε στην προβλήτα, περπάτησε τον ίδιο ανηφορικό δρόμο λίγο πιο κουρασμενος και φτάνοντας στο σπίτι του, πριν γυρισει το κλειδί στην πόρτα, έριξε μια τελευταία ματιά στον ουρανό.

Είχε αρχίσει να χαράζει.


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

A sense of high alert.

Περπατούσα για άλλη μια φορά τα βράδια σε σκοτεινούς διαδρόμους. Κλωτσώντας την ίδια, βρώμικη πέτρα που παλιά έσπρωχνα, σε μια κορυφή που δεν ήρθε ποτέ και που όταν κατρακυλούσε ξανά στην βάση της, άφηνε νέες μαυριλες.

Και τότε, πριν ξανάρθει άλλο βράδυ, είδα ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα κι άκουσα μουσική από τα μεγάφωνα. Είδα την θάλασσα, τον ουρανό κι ένιωσα τον αέρα. Σκόρπισα τις σκέψεις μου σαν σύννεφα κι έκανα νέες σκέψεις, λευκές σαν περιστέρια.

Κατέβηκα τη σκάλα από το Σπίτι μου. Κι είδα στο πλάι ανθισμένα λουλούδια, πράσινα και ζωηρά. Και χαμογέλασα. Αυτή είναι η ζωή κι εμείς τη ζούμε.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

It all goes back in the box

Χτύπησα το κουδούνι. Ένας 18χρονος με νυσταγμενα μάτια βρισκόταν στην πόρτα. 

- Γεια σου Σάββα.
-Γεια σου Αντώνη. Τι κάνεις;
-Καλα, εσύ;

Το σαλόνι όμορφο και τακτοποιημένο. Λίγα πιάτα στο νεροχύτη και απέραντη σιωπή, λες από τα βάθη της ύπαρξης.

Προχωρώ στο δωμάτιο του με αργά βήματα, με μια τσάντα στον ώμο μου.

- Δεν διάβασα πολύ. Δεν ήμουν καλά. Μόνο αυτά τα δύο κομμάτια είδα.

-Δεν πειράζει, θα ξεκινήσουμε με αυτά.

Στο γραφείο έχει ακουμπισμένα ακουστικά που ακόμα παίζουν μουσική. Η οθόνη έχει ένα βίντεο στο pause, ένας πατέρας που δοκιμάζει για πρώτη φορά την εικονική πραγματικότητα.

Το καλάθι δίπλα στο γραφείο ξεχειλίζει. Μπουκάλια, συσκευασίες, καφές... Ένα χαρτί είναι πεταμένο δίπλα από το καλάθι. Το κρεβάτι είναι ανω-κατω.

- Έχω ραντεβού την επόμενη εβδομάδα.
- Να πας Αντώνη.

Ο Αντώνης αποδέχεται την κατάσταση. Χρειάζεται βοήθεια και την ζητά. Θα διορθώσει τα πράγματα μέσα του ή τουλάχιστον θα προσπαθήσει.


Η Ελένη κάθεται στο πιάνο. Είναι δεδομένο πως δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Μου ζητά συνεχώς να επαναλάβω. Σε κάθε πρόταση, σε κάθε λέξη. Θέλει να αρπάξει όλη τη γνώση, όλη τη μουσική. Όμως κάποιος της έβαλε κόφτες. 

-Παίξε ντο με τέταρτο δάχτυλο.
- Ε; 

-Βάλε πεντάλ.
- Ε;

- Με ακούς;
- Ε;

Ε;

Δεν φταις εσύ. Κι αυτό είναι αρκετό. Κάποιες νότες θα χαθούν, δεν μπορείς να τις σώσεις όλες Ελένη...
Δε πειράζει!


Μικρή μου ηλιαχτίδα τι κάνεις;
Σε ένα σπίτι που αστράφτει μοναδικότητα και βουλιάζει στην εντροπία, υπάρχει ένας λόγος για ελπίδα, για μέλλον χωρίς φόβο.

Ο φόβος είμαστε εμείς όμως. 

- Μπράβο Αναστασία! Πολύ ωραία!
- Ευχαριστώ κύριε! Να σου χαρίσω μια σοκολατιτσα-καρδουλα;
-Ωωω, μα τι ωραίο δώρο! Να σου χαρίσω ένα μολύβι με νότες;
- Ναι!!!

Κι άλλες νότες, κι άλλες ζωγραφιές, κι άλλες καρδούλες. Αληθινά όμορφα όνειρα που περπατούν στο μονοπάτι των αγγέλων. 


Σε μια έρημο γεμάτη άμμο και σκόρπιες νότες, ο άνεμος δεν συναντά πλάσματα στο πέρασμα του, παρά μόνο ψιλή σκόνη. 

Think outside the box.




Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

From black to white

Χαϊδεύω τα πλήκτρα του πιάνου. Μια απαλή αίσθηση που διακόπτεται από τις στρογγυλεμένες γωνίες τους. 

Τριάντα χρόνια επαφής και λατρείας με το θηρίο που στέκει ατάραχο και στιβαρό στο βάθος, μετρώντας με καθημερινά, κρίνοντας και δικάζοντας την κάθε στιγμή μου. Αθώος ή ένοχος απέναντι στη μουσική, μα τελικά απέναντι στην ζωή. 

Άσπρο, μαύρο.

Οι νότες χάνονται καθώς φυσά ο άνεμος της κάθε στιγμής και παρασέρνονται στο ποτάμι του χρόνου με αυτό το ασημένιο, γυαλιστερό νερό  στην πανσέληνο, που είναι έξω από εμένα.

Οι νότες ξαναζωντανεύουν, καθώς τα παιδιά μου επιχειρούν να ανακινησουν τα νερά και να αδράξουν την ημέρα. Κι αλήθεια, μέχρι που φτάνει η αγάπη του δασκάλου; Γίνομαι ξανά μαθητής της μουσικής και γυρίζω πίσω, στην εποχή που είχα άγνοια κινδύνου. Εκεί που δεν υπήρχε όχι, μη και ίσως. 

Δεν φοβάμαι. Πιστεύω στα φτερά μου. Χρωματίζω τις ημέρες μου και δίνω και στους γύρω μου μπογιά που δε σβήνει, ούτε λερώνει. Χορεύω στο ρυθμό της ζωής κι όταν σκοντάφτω, ξαναβρίσκω τα βήματα. 

Οι νότες είναι εκεί, τυπωμένες με μαύρο μελάνι στο χαρτί και περιμένουν να γίνουν μουσική.

Πώς να μην τις τιμήσω;

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Το χαρτονόμισμα

 Σε μια γυάλινη προθήκη, δίπλα σε άλλα, πολύτιμα αντικείμενα ήταν τοποθετημένο ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. Προσεκτικά φυλαγμένο, το χαρτονόμισμα φαινόταν άψογα διατηρημένο. Ήταν κάποτε η ανταμοιβή κάποιου.

Ήταν το χαρτζιλίκι της μάνας στο παιδί της για να περάσει την εβδομάδα του. Για να αγοράσει εισιτήρια λεωφορείου, μια τυρόπιτα και δύο τσίχλες. Και που ξέρεις, μπορεί να έμεναν και λίγα κέρματα μετά...

Ήταν το δώρο μια θείας στο ανιψι της για να πιει μια μπύρα, αφού την ρώτησε τι κάνει, αν είναι καλά και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Κι ύστερα το μάγουλο κοκκίνισε και τα μάτια δακρυσαν. Μα γιατί κλαίει η θεία;

Ήταν το ένα από τα χαρτονομίσματα που έλαβε ο έφηβος στα χέρια του για ένα μήνα δουλειάς στο εργοστάσιο ηλεκτρικών συσκευών. Δεν είχε ξαναπιάσει ποτέ τόσα λεφτά στα χέρια του! Του φαίνονταν τόσα πολλά! Τι θα μπορούσε να τα κάνει άραγε;

Ήταν το πουρμπουάρ σε ένα σερβιτόρο γιατί ήταν πολύ εξυπηρετικός με τους πελάτες. 

- Μα σας παρακαλώ, είναι πάρα πολλά!

-Δεν πειράζει παλικάρι μου, εμείς σε ευχαριστούμε!

Ο νεαρός σερβιτόρος έβγαλε πάλι φτερά στα πόδια και ποιος ξέρει πόσο μακριά θα πετάξει;

Ήταν στην πληρωμή του δασκάλου για το μάθημα που έκανε σε ένα μικρό κοριτσάκι, ενώ γύρω ο κόσμος κατέρρεε. 

- Ορίστε κύριε! 

Τα χεράκια της κρατούσαν 15 ευρώ που πολύ τα χρειαζόταν ο δασκαλακος. Άπλωσε το χέρι να τα πάρει. Τα ντουβαρια, το φως καταρρέουν σε αυτό το σπίτι και πέφτει μαυρίλα που σκοτώνει. Κλείνει τα μάτια.

Το άπλωσε τελικά;


Είναι η χαρτουρα από το πανηγύρι και το γάμο που του έριξε ένας μπάρμπας μέσα στο πουκάμισο. Τον ενοχλεί καθώς παίζει. Δεν θέλει να βρίσκεται εδώ και η θέση του είναι αλλού, μπροστά σε ένα πιάνο, παρέα με μαγικούς ήχους, με ήχους που λένε κάθε φορά και μια διαφορετική ιστορία.


Τέλος, είναι άλλο ένα χαρτονόμισμα μέσα σε ένα μασούρι από άλλα χαρτονομίσματα, μεγάλα, μικρά, αδιάφορα που κανείς λογικός δεν θα μπορούσε να τους δώσει σημασία.

Το χαρτονομισμα, που με το πέρασμα του χρόνου έχανε την αξία του, ήταν εκεί, διαθέσιμο, κρυμμένο πισω από μια γυάλινη προθήκη. Ήταν μόνο πέντε ευρώ και ορισμένες ώρες τις ημέρας μπορούσε να αγοράσει όλον τον κόσμο. Ήταν μόνο πέντε ευρώ και γυαλιζε σαν χρυσάφι που περιμένει να εξορυχθει. Ήταν μόνο πέντε ευρώ, μα πραγματικά, δεν μπορούσε να ξοδευτεί ποτέ.

Σάββατο 31 Αυγούστου 2024