Πόλεμος πατήρ πάντων ελεγε ο Ηράκλειτος και πολλοί το άκουσαν, αλλά λίγοι τον κατανόησαν.
Κι από το λάθος τη τρομακτικής αυτης παρανόησης, ο κόσμος πίστεψε στη λογική της σύγκρουσης, της ισοπέδωσης, του αφανισμού.
Από το Πελοποννησιακό πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης κι όλης της υπόλοιπης Ελλάδας κι έπειτα, φαίνεται ο πόλεμος να άλλαξε, από μια σύντομη ιεροτελεστία, σε μια διαρκή ένταση που δεν επιτρέπει χαλάρωση ή αναπαυση. Ενώ δηλαδή μέχρι τότε ο πόλεμος ήταν πράγματι η συνέχεια της διπλωματίας με άλλα μέσα και καθόριζε συνήθως με μια και μόνο μάχη το δίκαιο (των όπλων) ποιου θα επικρατούσε, εγινε μια διαδικασία περίπλοκη, μακροχρόνια και ψυχοφθόρα. Δηλητηρίασε το πνεύμα του ανθρώπου και τον έκανε να τρέφεται από αυτή τη σύγκρουση σε βαθμό πρωτόγνωρο. Τα χρόνια περνούσαν κι ο πολεμος δε τελείωνε. Η γενιά που ξεκίνησε το πόλεμο, τον κληροδότησε στα παιδιά της, όπως είχε έγκαιρα προβλεφθεί από τους άμεσα εμπλεκόμενους. Ο πόλεμος τελικά τελείωσε 27 περίπου χρόνια μετά, με τους ηττημένους να απειλούνται με πλήρη αφανισμό και τους νικητές να χάνουν σύντομα τα κεκτημένα τους. Όλοι έχασαν κάτι. Άλλοι πάλι, χάθηκαν στο δρόμο...
Το ίδιο και στις μέρες μας. Ετοιμάζουμε πολέμους να παραδώσουμε σε αυτούς που μας ακολουθούν, χωρίς να βλέπουμε ότι καίμε τη γη που πατάμε. Και μοιάζει να είναι αυτή η δίψα για αντιπαράθεση και διένεξη που διακατέχει το πολιτισμό μας. Αυτή η τάση για εκμηδένιση του Άλλου, για να εξυψώσουμε κατόπιν τον εαυτό μας. Για να δειχτούμε καλύτεροι και άρα πιο άξιοι, πιο δυνατοί, κυρίαρχοι. Δυστυχώς, για να φανεί κανείς μεγάλος, πρέπει πρώτα από όλα να κάνει τους γύρω του να φαίνονται μικροί. Μα μικρός δε φαίνεται να θέλει κανείς να είναι...
Ο πόλεμος ξεκινά μέσα μας. Συνίσταται στη πάλη με το ιδεατό Εγώ μας, το μοντέλο του ανθρώπου που έχουμε στο μυαλό μας για τον εαυτό μας.
Είτε βασίζεται σε αυτά που απαιτούμε οι ίδιοι από τον εαυτό μας, είτε έχει να κάνει με όσα απαιτούν οι άλλοι από εμάς, δεν έχει διαφορά στο τέλος. Τοποθετούμε τα "πρέπει" και τα "θέλω" σε διάταξη στο μυαλό μας και συνθέτουμε μια απατηλή εικόνα. Και την εικόνα αυτή δεν αντέχουμε να τη κοιτάξουμε. Κι αρχίζουμε να πολεμάμε μέσα μας, σε μια σύγκρουση χωρίς ανάπαυλα, με πολεμικούς παιάνες, για μια νίκη που δεν έρχεται.
"Μακάριοι οι ειρηνοποιοί". Κι αλήθεια, ποιος μπορεί να είναι πιο ευτυχισμένος από αυτόν που τα έχει βρει με τον εαυτό του και νιώθει την εσωτερική γαλήνη να τον αγκαλιάζει στοργικά; Κι αν μια μέρα ξυπνήσει κι ανακαλύψει ότι ο πόλεμος τελείωσε κι ήρθε ο καιρός τη ειρήνης; Αν αγαπήσει τον εαυτό του για αυτό που είναι; Δε θα πλέξει ένα στεφάνι από λουλούδια που δε μαραίνονται ποτέ; Και δε θα στεφανωθεί χωρίς μεγαλοπρέπειες, νικητής και νικημένος, ευτυχισμένος στο σύντομο πέρασμα του από το μονοπάτι της Χαράς;
Το φως της ανατολής αφήνει τα πιο κόκκινα σημάδια στα πιο χλωμά μάγουλα.