Κάποτε οι TXC είχαν κυκλοφορήσει το τραγούδι Το ξόδι . Ένα τραγούδι που μιλούσε για τα όσα έβλεπε το συγκρότημα για τη κατάσταση στην Ελλάδα και στον κόσμο. Ένα τραγούδι χείμαρρος, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου εκείνου. Και παρ' όλο που δε συμφωνώ πάντοτε με τις απόψεις τους και τα λεγόμενα τους, το τραγούδι αυτό μετέφερε μια κραυγή αγωνίας για το μέλλον. Ήξεραν. Μας το είπαν. Δεν τους ακούσαμε.
Το τραγούδι δεν είναι ωραίο. Δεν είναι αισθητικά όμορφο, ούτε ευκολοχώνευτο, ούτε "καλό", στα πρότυπα έχουμε συνηθίσει να ακούμε τραγούδια.
Δεν θα ήταν δυνατόν άλλωστε, λαμβάνοντας υπ' όψιν το περιεχόμενο του, να είναι κάπως διαφορετικό.
Κι όλοι ζούνε δίχως τη παραμικρή υποψία, ενώ η αρρώστια έχει αρχίσει να μας τρώει το πόδι.
Θα είναι αργά όταν θα ανακαλύψουν τη συνωμοσία, θα είναι αργά όταν θα βρισκόμαστε στο ξόδι.
Τι σημαίνει όμως η λέξη ξόδι; Το ξόδι είναι το έξοδο, αυτό που ξοδεύουμε, χρηματικά ή με άλλο τρόπο και έτσι έχει μια ξεχωριστή αντιστοιχία με τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Ξοδέψαμε ΛΕΝΕ. Κάναμε έξοδα για τα οποία πρέπει να ΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ όλοι. Το όλοι, αναφέρεται στο λαό της Ελλάδας, όχι στους δυνάστες του, σε αυτούς που αδυνατούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους από τον πέλεκυ του χρέους. Έξοδο λοιπόν κι από το έξοδο δημιουργείται καμιά φορά, όταν δεν υπάρχει και το απαραίτητο χρηματικό ή άλλο αντίκρισμα, το χρέος. Έτσι λοιπόν φτάσαμε στο χρέος. Από το έξοδο, που για εμάς δεν υφίσταται, αλλά που η πολιτική μας ηγεσία είναι πρόθυμη με κάθε τρόπο να μας αναγκάσει να εξοφλήσουμε. Και για να εξοφλήσουμε πρέπει να... Ελάτε, πείτε κι εσείς μαζί μου... πρέπει να ΠΟΥΛΗΣΟΥΜΕ. Τις δημόσιες επιχειρήσεις μας, τα κοινωνικά δικαιώματα, αγαθά και κεκτημένα χρόνων, τα ορυκτά, τα πετρέλαια, τον ήλιο μας, τη ψυχή μας, τους εαυτούς μας τους ίδιους. Μα καλά θα πείτε, τη ψυχή μας; Που είναι αδούλωτη, μεγάλη, τρανή και γενναία; Δε τη χαρίζουμε αυτή, δε τη χαρίσαμε ποτέ σαν έθνος. Κι όμως. Μας γέμισαν τύψεις, ενοχές και φόβους, πολλούς φόβους! Ανόητες φράσεις, ανόητες αναλύσεις επί αναλύσεων, λόγια, ψεύτικα λόγια, μεγάλα λόγια (κατά το μεγάλες κουβέντες...). Μαζί τα φάγαμε! Κλέψαμε, είμαστε ανάξιοι λόγου, τεμπέληδες, ανεπρόκοποι. Στην αρχή κατακρίναμε τέτοιες λέξεις, τέτοιες φράσεις, τέτοιους χαρακτηρισμούς. Οργιστήκαμε, αντιδράσαμε (νομίσαμε), διεκδικήσαμε θεωρητικά αποκατάσταση. Και μόλις κατάλαβαν ότι ησυχάσαμε λίγο, μας ξαναχτύπησαν με χειρότερες βρισιές. Μας έκαναν πλύση εγκεφάλου. Κάναμε πάλι ένα βήμα μπροστά υψώνοντας τη φοβερή γροθιά μας. Μάταια. Κάναμε δυο βήματα πίσω με φόβο, καθώς οι αστυνομικές δυνάμεις μας πέταξαν δακρυγόνα. Και κλάψαμε. Κλάψαμε πολύ, γιατί καταλάβαμε ότι η αστυνομία μας διοικείτε από ανθρώπους που εκτελούν διαταγές. Δε το ξέραμε; Ξέραμε. Ποιος έδωσε λοιπόν εκείνες τις διαταγές, κάθε φορά που, απρόκλητα ή όχι οι αστυνομικές δυνάμεις μας διέλυσαν; Οι ίδιοι άνθρωποι που επιλέξαμε να μας κυβερνούν. Για αυτό και δεν θυμώσαμε τόσο με τους αστυνομικούς που είχαμε απέναντι μας. Το ξέραμε ότι αυτός, εκεί απέναντι ήταν κάποιος σαν κι εμάς που έτυχε να βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Και δεν το κάναμε βεντέτα. Δεν τον χτυπήσαμε κι εμείς. Και κλάψαμε πάλι. Κλάψαμε γιατί η οργή μας δε βρήκε διέξοδο. Αφού δε μπορούμε να χτυπήσουμε τον αδερφό μας, δεν μπορούμε να εκτονώσουμε την οργή μας. Την "αγανάκτηση" μας. Κι αποσυρθήκαμε. Κι όχι μόνο αυτό!
Δε κάψαμε το μπουρδέλο τη Βουλή, όπως φωνάζαμε. Δε το κάναμε. Γιατί ακόμα κι έτσι, ακόμα και τώρα, πιστεύουμε σε αυτό το σύμβολο που λέγεται Βουλή και εκπροσωπεί τη Δημοκρατία στο τόπο μας. Κι απογοητευτήκαμε. Για λίγο μόνο. Ξανά σηκωθήκαμε και φωνάξαμε πάλι - αλλά με ποιο τρόπο;-. Ας ελπίσουμε να αλλάξει κάτι σκεφτήκαμε- θα έχει αποτέλεσμα άραγε; αναρωτηθήκαμε-. Και θα ξανασηκωθούμε. Και θα ξαναφωνάξουμε. Και θα απογοητευτούμε πάλι -γιατί δε μαθαίνουμε από τα λάθη μας;-.
Κι όταν απογοητευτούμε τελείως, θα έρθει πλέον η ώρα, αφού έχουμε εξαθλιώσει περισσότερο τις ψυχές μας, από τα σώματα μας, να τα ξεπουλήσουμε όλα. Και τότε θα προδώσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Θα ξεπουληθούμε εμείς οι ίδιοι.
Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα. Όταν κάποιος πουλάει τα πάντα, ακόμα και τη ψυχή του, παύει να έχει και λόγο ύπαρξης. Δεν υπάρχει τίποτα πλέον που να τον δένει με τη ζωή που μέχρι πρότινος έκανε. Δεν υπάρχει λόγος ή νόημα στη ζωή για ένα έθνος όταν το νεκρώσουν.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην δεύτερη σημασία που έχει το ξόδι και που την άφησα επίτηδες για το τέλος για να αποφύγω τους πρόωρους συνειρμούς.
Ξόδι σημαίνει επίσης και εξόδιος ακολουθία. Η κηδεία μας δηλαδή! Ο τελευταίος αποχαιρετισμός. Σαν μια θλιβερή μελωδία που θα ακουστεί μετά το τέλος! Σαν ένα κομμάτι ιστορίας που τελείωσε. Θα πεθάνουμε λοιπόν. Θα εξαφανιστούμε, θα διαλυθούμε, θα αφανιστούμε.
Και μετά το τέλος σιωπή. Ενός λεπτού σιγή για το τόπο των τρελών και ασυμβίβαστων, των ελεύθερων και ωραίων, που τώρα δε θα κατοικούν πια εδώ, αλλά θα πάνε για άλλες πολιτείες, ίσως και φανταστικές… Θα αναζητήσουν αλλού τη τύχη τους και δε θα βρεθούν πια, απορροφημένοι σε κάποιο χωνευτήρι λαών ή στη μαγεία ουσιών.
Αυτό είναι που θέλουμε για την Ελλάδα; Αυτό θα απομείνει για τις επόμενες γενιές ανθρώπων; Ένα έθνος που μεγαλούργησε στο παρελθόν και κατάφερε να εξαφανιστεί ολοκληρωτικά σαν πολιτισμική οντότητα στο μέλλον; Μια χώρα που κάποτε γεννούσε Ιδέες, θα παράγει πλέον μίζερους και αναλώσιμους δούλους;
Θα είναι αργά όταν θα βρισκόμαστε στο ξόδι! φωνάζανε τότε. Θα είναι αργά όταν θα κλαίμε πάνω από τον τάφο μας, συμπληρώνω εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.